LifeStyle

Του Νιόνιου το πρήξιμο

Θανάσης Αγγελής

του Θανάση Αγγελή

Στα Επτάνησα λέγεται ότι οι άνθρωποι έχουν κατά κανόνα την δική τους «τρέλα», πολλές φορές και πέρα από τα καλώς εννοούμενα όρια. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι επιλέχτηκε  ένα εξ αυτών να έχει τρελοκομείο (Ίδρυμα Ψυχικών Παθήσεων). Το λάθος είναι ότι το πήγαν στην Κέρκυρα αντί να το φέρουν στο μέσον του Ιονίου που είναι η Λευκάδα….

Τέλη δεκαετίας 1970, Παραλία, Καφέ Κορώτος (Κωνσταντίνος Γιαννούλης) μετά της συζύγου, όνομα αυτής Επιστήμη. Οι πελάτες απολάμβαναν χωνάκι παγωτό από την παγωτομηχανή του Ντίνου που πάντα τροφοδοτούσε με φρέσκο ντόπιο γάλα. Απέναντι στην ξερολιθιά (εκεί που σήμερα  είναι ο δρόμος με την γέφυρα του «Μίκυ» ψάρευε ο Κοτσόλος (Νιόνιος Φίλιππας). Ήταν οι μέρες που μόλις είχαν κλείσει το ιβάρι λόγω λήξεως της αλιευτικής εσοδείας. Ο Νιόνιος ψάρευε για γάστρους (είδος μικρού κέφαλου) που λόγω εποχής ήταν αυγομένοι. Για δόλωμα χρησιμοποιούσε φιλετάκια από αρμυροσαρδέλες που υπήρχαν σε αφθονία. Οι ώρες ήταν περίπου δώδεκα το μεσημέρι με την ζέστη να φουντώνει λόγω καλοκαιριού, χωρίς το ευεργετικό μαϊστραλάκι να έχει έρθει ακόμη. Ο Κορώτος έλεγε τα δικά του σε κάτι Έλληνες τουρίστες που τους έκανε κάθε τόσο να κλαίνε από τα γέλια.

Ξαφνικά από την απέναντι ξερολιθιά ακούμε κραυγές και βλέπουμε το Νιόνιο να χοροπηδάει σαν κανίβαλος με τα καλαμίδια του στα χέρια.
– Τι έγινε μωρε Νιόνιο, του φώναξα.
– Έλα μωρέ γρήγορα να με πάρεις, θα πεθάνω, με έφαγε ωχ,  ωχ έλα γρήγορα.

Πηδάω στο πριάρι του συγχωρεμένου του Τραμπούκου, το λύνω και με τα κουπιά φθάνω απέναντι στο Νιόνιο που στο μεταξύ μέχρι να φτάσω είχε πέσει πάνω σε κάτι αρμυρίθρες και στριφογύριζε σαν μπούρμπουλας βογκώντας. Πρέπει να σημειώσω ότι για να φτάσει ο Νιόνιος εκεί που ψάρευε, είχε περπατήσει πέρα από το πολιτιστικό κέντρο του Δήμου όπως είναι σήμερα, ενώ τότε εκεί ήταν τα δημόσια αφοδευτήρια… ανενεργά όμως, χρόνια πριν.
-Τι έγινε μωρέ τον ρώτησα
-Να μωρέ μου ήρθε να ουρήσω αλλά δεν έπλυνα τα χέρια και όπως ήταν από τις αρμυροσαρδέλες την έπιασα …
-Εντάξει άμα πλυθείς θα περάσει.
-Κοίτα δεν είναι από το αλάτι αλλά από την σφήκα που με τσίμπησε.

Τρόμαξα με αυτό που είδα. Η Βάλανος του μικροσκοπικού Νιόνιου είχε μέγεθος από κύπελλο παγωτού «Θαύμα» (Λευκαδίτικη παγωτοβιοτεχνία του συγχωρεμένου Ράπτη). Με τον Νιόνιο να ουρλιάζει από τον πόνο μπήκαμε στο πριάρι και περάσαμε απέναντι στο Κορώτο. Άρπαξα την μηχανή μου και πισωκαβάλα το Νιόνιο  εφύγαμε για το νοσοκομείο. Στη διαδρομή αναγκάσθηκα να καθίσω στο ντεπόζιτο της μηχανής καθότι με ενοχλούσε το πρήξιμο του Νιόνιου εκ των όπισθεν. Στο νοσοκομείο αμέσως του έκαναν ένεση και του έδωσαν κάποια χάπια αντισταμινικά  ενώ του έδωσαν εντολή να παραμείνει κλινήρης.

Μετά δε τις διαβεβαιώσεις των γιατρών ότι δεν κινδυνεύει η ζωή του πήρα το Νιόνιο και τον πήγα σπίτι του. Όταν μας είδε η συμβία του  και της εξήγησα τι συνέβη αυτή άρχισε να τραβά τα μαλλιά της από απελπισία και να λέει του Νιόνιου:
-Αχ άντρα μου, αφέντη μου, κολώνα του σπιτιού μου τι κακό μας βρήκε.
-Σώπα Λευκοθέα θα γίνω καλά είπε ο γιατρός.

Η σκηνή ήταν κωμικοτραγική διότι ο Νιόνιος εν τω μεταξύ είχε κατεβάσει την περισκελίδα του και μέσα από τα σκέλια έδειχνε το μόριο του στην κυρά Λευκοθέα η οποία ναι μεν ήταν στο ανάστημα του λιπόσαρκου συζύγου της αλλά αυτής το ύψος ήταν ίδιο και σε πλάτος.
-Μην με αγκαλιάζεις Λευκοθέα  πονάω της έλεγε ο Νιόνιος….

Τότε πήρα το λόγο και της είπα
-Κυρά Λευκοθέα σε κάνα δυο ώρες το πολύ θα του περάσει ο πόνος γιατί έκανε ένεση αλλά θα έχει το πρήξιμο για λίγο καιρό.
Η συμπαθέστατη γυναίκα γύρισε τότε προς το βουνό όπου και η Κυρα Φανερωμένη και είπε:
– Ω κερά Φανερωμένη μου , κάνε να φύγει ο πόνος του άνδρα μου να μην υποφέρει κι ας του το πρήξιμο….

Η καημένη το είπε στην απελπισία της χωρίς ίχνος σεξισμού, αλλά εγώ ο διάβολος αργότερα το μετέφερα στην μουλαρία και έγινε χαμός.

Υ.Γ ο Νιόνιος ήταν αυτός που μου έμαθε πολλά μυστικά για το ψάρεμα και ειδικά για την πριά (πρυροφάνι)
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει μαζί με την κυρά Λευκοθέα.