ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ

Ζώνη Αγνότητος

του Αλέξη Πανταζή, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η Λευκάδα Χαλαρά”

 

Τα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που ο κόσμος ήταν διαφορετικός και η εμπιστοσύνη ανδρών και γυναικών δεν είχε χτιστεί ακόμα ώστε να φτάσει στο σημερινό επίπεδο, οι άντρες, που τύχαινε και περνούσε ακόμα ο λόγος τους, σκαρφίστηκαν ένα διαβολικό εγχείρημα για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της συζύγου. Να την κερδίσουν… τέλος πάντων…

Έσπαζαν το κεφάλι τους οι άρχοντες, πλήρωναν τόνους χρυσού σε ξόρκια, σε ελιξήρια, σε αλχημιστές και χίλιων λογιών αγύρτες, να κερδίσουν την εμπιστοσύνη αυτή. Τον έρωτα της συζύγου. Οι άρχοντες φυσικά, γιατί εκείνες οι ρημαδογύναικες που ολημερίς οργώνανε τη γη κι αρμέγανε γελάδια, το τελευταίο πράγμα που είχαν στο νου, ήταν να ξενο…κοιμηθούνε. Βρωμάγανε απ’ την κορφή ως τα νύχια, μήτε τραγί δεν τις πλησίαζε. Έτσι οι τσοπάνηδες της εποχής ζούσαν ευτυχισμένοι…

Οι άρχοντες όμως δεν κόταγαν να βγουν απ’ το παλάτι, όλο και κάποιο αρσενικό θα σκαρφάλωνε στους πύργους. Δένανε σεντόνια οι γυναίκες για τον έρωτα κι έφτιαχναν τριχιές και μακριά σκοινιά… Τα ξέρετε… Τι να τα λέμε τώρα…

Κάποιος σιδεράς πρέπει να την έκανε τη δουλειά, δεν εξηγείται αλλιώς… Μάλλον του τρυπάγανε τα σώβρακα κι είχε απηυδήσει ο άνθρωπος. Πήρε λοιπόν κι έφτιαξε ένα σιδερένιο. Στην πορεία έφτιαξε ένα και της γυναικός του. Ούτε να πλένει ολημερίς, ούτε και να μπαλώνει. Ούτε να του γκρινιάζει βέβαια για το τάδε και το δείνα συνολάκι.

Πώς έκανε ο διάβολος, την ώρα που μαστόρευε ο σιδεράς κάποιος άρχοντας πέρασε από ‘κει να του τροχίσουνε το σπαθί. Ετοιμαζότανε να πάει να πάρει κάτι τόκους και θα του χρειαζόταν. Είδε το σιδερά που ετοίμαζε το εσώρουχο της γυναικός κι άστραψε το μυαλό του.

– Και δε μου λες ρε μάστορη; Έχω αυτό κι αυτό το πρόβλημα με την κυρά μου.
Τον κοιτούσε ο σιδεράς και γέλαγε κάτω απ’ τις μουστάκες.
-Μήπως είναι ιδέα σου άρχοντά μου όλα αυτά για τη γυναίκα σου; Μήπως υπερβάλεις;
-Άσε με χριστιανέ μου που παίζεις με τον πόνο μου. Προχθές έσφαξα τον εικοστό σταυλίτη. Έντυσε τη γυναίκα μου φοράδα, της πέρασε καπίστρι και…
-Καλά καλά, μη συνεχίζεις, του είπε πνιγμένος στα γέλια ο σιδεράς και βάλθηκε να δημιουργήσει την πρώτη ζώνη αγνότητας.

Σε λίγο καιρό πλούτισε ο σιδεράς καθώς έκανε χρυσές δουλειές, το πούλησε το μαγαζί και πήγε ταξίδι αναψυχής, αλλά τον βρήκε η πανούκλα και πέθανε ο καημένος. Ποιος ξέρει πόσες κατάρες να κουβαλούσε πίσω του απ’ τις αρχόντισσες…

Οι πόλεμοι κι οι αρπαγές εκείνη την εποχή είχαν την τιμητική τους. Κι επειδή δεν χόρταινε ο κόσμος το πλιάτσικο και τη σφαγή, είπανε να οργανωθούν λίγο καλύτερα. Διοργανώσανε μια μεγάλη εκστρατεία, την ονομάσανε σταυροφορία, ράψανε κάτι κόκκινους σταυρούς στο στήθος και ξεκίνησαν να πάνε να ελευθερώσουνε το χρυσό από τους μουσουλμάνους… εεεε… τους Άγιους τόπους από τους μουσουλμάνους.

Οι άρχοντες άλλο που δεν ήθελαν, πλούτη, γυναίκες, εξουσίες και σκλάβοι, πολλοί σκλάβοι. Μέσα σε αυτούς και κάποιος Ερρίκος ντε Ζολάν. Άπλυτος, γλοιώδης και χοντρός, πενήντα χρονών και βάλε. Πρόσφατα παντρεμένος με ένα φρεσκαρούδι, ένα κοριτσόπουλο σαν τα κρύα τα νερά που ακούμπαγε απάνω της και μαγάριζε το στιλπνό της δέρμα. Πλησίαζαν τα 18α γενέθλιά της και σκέφτηκε μιας και θα φύγει για τον πόλεμο να της κάνει ένα δώρο. Της πήρε μια ζώνη αγνότητας, της τη φόρεσε μια χαρά, την κλείδωσε και έκανε να φύγει.

Πώς έκανε ο Θεός και τον φώτισε την τελευταία στιγμή, φώναξε τον αδερφικό του φίλο, τον επονομαζόμενο Φρανσουά ντε Γυσκάρ.

-Φρανσουά φίλτατε, του είπε. Κολλητέ μου, φίλε μου μοναδικέ, εγώ θα φύγω τώρα. Με καλεί το καθήκον της πίστης, μην κλαις… Να, πάρε αυτό, του είπε και έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό κλειδί.

-Τι… κλαψ κλαψ έκλαιγε ο Φρανσουά…

-Με αυτό το κλειδί έχω κλειδώσει την γυναίκα μου. Δεν ξέρω όμως αν θα καταφέρω να γυρίσω πίσω. Και είναι αμαρτία να μείνει για όλη τη ζωή της κλειδωμένη. Λοιπόν, αν μάθεις πως τα κακάρωσα, πήγαινε δώσ’ της το κλειδί να την ελευθερώσεις… Αντίο φίλε καρδιακέ…

Έφυγε πρωί πρωί ο άρχοντας ντε Ζολάν, κάλπαζε το δύστυχο φαρί με το χοντρό επάνω του και τού ‘βγαινε η γλώσσα. Φτάνοντας το απόγευμα και καθώς είχαν ξεμακρύνει αρκετά από τον τόπο τους, φάνηκε ξωπίσω τους ν’ ανεβαίνει μπουχός στον ουρανό. Έπειτα από λίγο ένα φρενιασμένο άτι σταμάτησε μπροστά τους. Ήταν ο Φρανσουά.

-Φρανσουά, του είπε ο Ερρίκος. Φρανσουά τι έγινε; Τι κακό μας βρήκε; Πες μου…

-Τίποτα φίλε μου, του είπε εκείνος ξέπνοα. Μην ανησυχείς. Απλά… Το κλειδί που μου έδωσες… Δεν είναι το σωστό… Δεν κάνει…

Αν έδωσε τελικά ο Ερρίκος ντε Ζολάν το σωστό κλειδί στον Φρανσουά ή αν τον έσφαξε επί τόπου, δε μάθαμε ποτέ. Πάντως η μικρούλα σύζυγος του ντε Ζολάν σίγουρα καρτερούσε με ανυπομονησία να απαλλαγεί από την εμπιστοσύνη..!