ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ

Χάσαμε τα μισά μήλα…για το πρωτογενές…

Ήταν  αρχές της δεκαετίας του ’60 που έκανα το πρώτο μεγάλο ταξίδι της ζωής μου. 

 

 Ήμουν δεν ήμουν 7χρονος όταν ο πατέρας μου αποφάσισε να με πάρει μαζί του να πάμε να φορτώσουμε μήλα από τον Κοπανό , ένα χωριό που ήταν κοντά στη Νάουσα. 

Νύχτα ξυπνήσαμε , μια και το φορτηγό περίμενε να φύγουμε γιατί είχαμε πολύ δρόμο να διανύσουμε. 

Καθίσαμε και οι δύο μπροστά δίπλα στον οδηγό. Εγώ καθόμουν στην μέση , ανάμεσα στον οδηγό και τον πατέρα μου.  Δε θυμάμαι γιατί δεν πήγαμε από το Άκτιο (πιθανόν να μην υπήρχε και ο δρόμος τότε) αλλά από Καρβασαρά (Αμφιλοχία) και από εκεί Μακρυνόρος, Άρτα, Γιάννενα και μετά Κατάρα. 

Οι δρόμοι ήταν κατά κανόνα χωματόδρομοι και κακοτράχαλοι που μόνο σε ορισμένα σημεία μπορούσαν να συναντηθούν δύο αυτοκίνητα ταυτόχρονα. 

Στην Κατάρα δεν κρύβω , ότι ένοιωσα δέος και φόβο με τις γκεμίλες και μερικές φορές νόμιζα ότι το αυτοκίνητο ήταν σαν να μην πατούσε στο δρόμο αλλά πετούσε στον ουρανό.  Εκεί είδαμε σε διαφορετικά σημεία και δύο λαγούς να περνάνε κάθετα το δρόμο μέρα μεσημέρι (πράγμα σπάνιο). 

Κάθε φορά που τύχαινε να συναντήσουμε αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση ένα από τα δύο οχήματα έπρεπε να κάνει πίσω  ώστε να βρεθούν σε κάποιο πλάτωμα του δρόμου. Αυτό εκνεύριζε τον οδηγό που παρά το μικρό του μπόι είχε τον κόρακα μέσα του. Έβριζε τους πάντες και τα πάντα και περισσότερο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον Α’ γιατί δεν έφτιαχνε τους δρόμους. 

Κάθε τόσο έλεγε πως θα φύγει να πάει στην Γερμανία μετανάστης γιατί εδώ δεν υπάρχει προκοπή. 

Έλεγε και άλλα πολλά που δεν θυμάμαι αλλά αυτό που μου έμεινε ήταν ότι παίνευε το φορτηγό του μάρκας Μπέτφορντ. 

Βράδυ φτάσαμε στον Κοπανό όπου και φιλοξενηθήκαμε από τον παραγωγό που θα αγοράζαμε  τα μήλα. 

Την άλλη μέρα χαράματα πήγαμε στο χωράφι που ήταν γεμάτο με μηλιές κάτι σαν μηλαιώνας αντίστοιχα με τους δικούς μας ελαιώνες. 

Οι μηλιές ήταν φορτωμένες με υπέροχα κόκκινα μήλα , κάτι που σε προκαλούσε να κόβεις συνέχεια και να τρως, όπως και έκανα, παρά τις παρατηρήσεις του πατέρα μου ότι θα έχω πρόβλημα με το «αποχετευτικό μου σύστημα». 

Μέχρι αργά το απόγευμα οι γυναίκες με τα καλάθια είχαν καταφέρει να γεμίσουν το αυτοκίνητο με μήλα σε χύμα μεταφορά γιατί τότε δεν υπήρχαν κλούβες και καφάσια. 

Είναι τα καλύτερα μπελφόρ (ποικιλία) που υπάρχουν στην αγορά έλεγε ο παραγωγός ένας καλοκάγαθος αγρότης. 

Μάλιστα μας έδωσε ως δώρο και πολλά κιλά παραπάνω πράγμα που ανησύχησε τον πατέρα μου για την μεταφορική ικανότητα του φορτηγού. Αυτό αγρίεψε τον οδηγό με αποτέλεσμα να φωνάζει:

«Ξέρεις τι σημαίνει  Μπέτφορντ; Δεν κωλώνει πουθενά…

Μα έχουμε την κατάρα, έλεγε ο πατέρας μου…

Βρε δεν κωλώνει πουθενά του ξανάλεγε ο οδηγός…

Μείναμε και το επόμενο βράδυ στο χωριό και το επόμενο χάραμα ξεκινήσαμε για την επιστροφή. 

Ότι δεν είχα δει από τη φύση και το δρόμο λόγω του σκότους της μισής διαδρομής, το έβλεπα στην επιστροφή. 

Μια σιδερένια γέφυρα , η Μουργκάνα, με έκανε να νοιώσω πάλι φόβο για΄τι όπως περάσαμε έκανε πολύ θόρυβο από τις ρόδες πάνω στις λαμαρίνες και από κάτω έτρεχε το ποτάμι. 

Βογγούσε η μηχανή του φορτηγού από την ανηφόρα και ρώτησα τον οδηγό αν η μάρκα Μπελφόρ ήταν καλή στα αυτοκίνητα. 

-Μπέτφορντ ρε μου λέει…Μπελφόρ είναι τα μήλα που αγοράσατε. 

Από εκείνη τη στιγμή δεν ξαναμίλησα….

Σε κάποια στιγμή ένα άλλο φορτηγό μας ακολουθούσε και κορνάριζε τοσο που ενοχλήθηκε ο οδηγός μας. 

Τότε ο τρομερός οδηγός μας είπε:

-Που πας ρε που θέλεις να προσπεράσεις το Μπέτφορντ , και πάτησε και άλλο το γκάζι με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο     να επιταχύνει.  Πραγματικά το άλλο αυτοκίνητο έμεινε αρκετά πίσω, πράγμα που πρόσεξα σε κάποιες στροφές που μου έδιναν ορατότητα να βλέπω πίσω. 

-Δε πιάνεται το Μπέτφορντ με τίποτα στον ανήφορο , έλεγε συνέχεια ο οδηγός και είχε δίκιο, όπως έδειχναν τα πράγματα. Ακούς να θέλει να μας προσπεράσει με τον καρβουνιάρη του, μονολογούσε. 

Κατά το μεσημέρι φτάσαμε σε ένα ξέφωτο ανάμεσα στα έλατα που υπήρχε ένα πανδοχείο και είχε όνομα «Κάμπος του Δεσπότη». 

Εκεί κάναμε στάση για να τσιμπήσουμε κάτι και να ξεμουδιάσουμε. 

Πήγα προς την πέτρινη βρύση που έτρεχε ασταμάτητα νερό αλλά φοβόμουν να πλησιάσω   κοντά γιατί υπήρχαν αρκετά άλογα δίπλα σε αυτή. 

Τότε είδα να καταφθάνει και το άλλο φορτηγό που μας ακολουθούσε. Μόλις κατέβηκε ο οδηγός του ο δικός μας άρχισε πάλι να παινεύει το αυτοκίνητό του. 

-Που πας ρε, του λέει που θέλεις να περάσεις το Μπέτφορντ με το ματρακά;

-Ρε τι μπέτφορντ , μου λες του απαντά ο άλλος   και συνέχισε:

-Έχεις χάσει το μισό φορτίο με τα μήλα στην ανηφόρα μετά την Τρυγόνα. 

Έντρομος ο πατέρας μου έτρεξε και έβγαλε ένα μέρος από το μουσαμά της καρότσας και είδε τη ζημιά. 

Είχαμε απολέσει το μισό φορτίο γιατί είχε σπάσει ένας μεντεσές από την πόρτα της καρότσας. 

Να γιατί το μπέτφορντ δεν έκοβε στην ανηφόρα αλλά αντίθετα επιτάχυνε.  

Κάπως έτσι είναι και το πλεόνασμα που λένε πως έχουμε πετύχει. 

Αν χαθεί ο μισός λαός και ειδικά οι συνταξιούχοι σίγουρα θα έχουμε καλύτερο πλεόνασμα και θα αναπτύξουμε μεγαλύτερες ταχύτητες. 

Βέβαια μπορεί αντί να δούμε την ειρήνη με κλαδί ως περιστερά να τη δούμε ως ειρήνη…. Στο κλαρί. 

Με τέτοιους πολιτικούς η Ελλάδα δεν αλλάζει ούτε σε εκατό χρόνια.   

Με τέτοιους ψηφοφόρους ούτε σε 1000 χρόνια. 

Κάποιοι νομίζουν πως οι φορολογούμενοι θα συνεχίσουν να πληρώνουν φόρους με αυτούς τους ρυθμούς και δεν καταλαβαίνουν ότι το «λίπος» τελείωσε. 

Στο τέλος αντί να εισπράξουν χρήμα θα εισπράξουν …κογιόνια, που λέμε και στα Επτάνησα… 

 

Ο-ΝΗΡΙΚΟΣ