ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ

Ο αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Χάρης Αθανασιάδης: «Οι σημερινοί νέοι είναι θυμωμένοι, νοιώθουν ξεγελασμένοι…» Τι λέει για τη «Χρυσή Αυγή».

Ο αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Χάρης Αθανασιάδης βρέθηκε στη Λευκάδα ως ομιλητής στην εκδήλωση του Δ.Σ. της ΕΛΜΕ με θέμα «Η οικονομική κρίση, η άνοδος του φασισμού και ο ρόλος της εκπαίδευσης». Είναι ένας από τους 300 πανεπιστημιακούς που συνυπέγραψαν την ανοικτή επιστολή προς τον υπουργό Παιδείας με αφορμή το γεγονός των διώξεων των εκπαιδευτικών στο Νυδρί, εκφράζοντας σκέψεις και ανησυχίες για τον απροκάλυπτο πλέον ρατσισμό και για τον υφέρποντα φασισμό, που απειλούν να εισέλθουν και στην εκπαίδευση.

 

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι ιστορικός που με τις μελέτες του ασχολείται κυρίως με την ιστορία της εκπαίδευσης και την ιστορία του εργατικού κινήματος. Έχει εργαστεί στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, την Ακαδημία Εργασίας της ΓΣΕΕ και στο Τμήμα ΦΠΨ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ως επισκέπτης ερευνητής συνεργάστηκε επίσης με τα πανεπιστήμια του Bristol (GraduateSchoolofEducation) και της Κύπρου (Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών) και ως εξωτερικός συνεργάτης με το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας.

 

 

Το συγγραφικό του έργο αποτελείται (πέρα από τη διδακτορική του διατριβή με θέμα « Η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος στο μεσοπόλεμο 1918-1936», Ιωάννινα 1999) από τρία βιβλία.

 

1. Χ. Αθανασιάδης (εισαγωγή-επιμέλεια), Ελληνικά Παιδαγωγικά Περιοδικά 1831-1974, Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Αθήνα 2004.

 

2. Χ. Αθανασιάδης και Αλέξανδρος Πατραμάνης (επιμ.), Εκπαιδευτικοί και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Αθήνα 2003 (δίγλωσσο: Ελληνικά-Αγγλικά).

 

3. Χ. Αθανασιάδης, Δάσκαλοι και Εκπαιδευτικός Δημοτικισμός: Το περιοδικό Αυγή (1923-25), Πρόλογος: Αλέξης Δημαράς, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001.

 

 

Εργασίες του περιλαμβάνονται σε συλλογικούς τόμους και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά, τον περιοδικό και τον ημερήσιο Τύπο.

 

 

Είχαμε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνάντηση με αφορμή την ομιλία και την παρουσία του στη Λευκάδα.

 

 

 

 

Ο τίτλος της εισήγησής σας ήταν «Η οικονομική κρίση, η άνοδος του φασισμού και το εκπαιδευτικό σύστημα». Υπήρχε και ένας υπότιτλος με το ερώτημα: «Μπορούμε να διδαχθούμε από το παρελθόν;». Αναφέρεστε, δηλαδή, στη χρήση της ιστορίας για την κατανόηση του παρόντος και για την άντληση απαντήσεων στα ερωτήματα που τίθενται σήμερα;

 

 

Ναι. Η Ιστορία μπορεί να ιδωθεί ως μία συνομιλία του παρόντος με το παρελθόν ανάλογη με τούτη εδώ τη συνέντευξη. Το παρόν θέτει τα ερωτήματα και το παρελθόν απαντάει. Ο ιστορικός είναι κατά κάποιο τρόπο ένα είδος μαγνητοφώνου, αλλά λιγότερο μηχανικού από αυτό που ηχογραφεί τη συζήτησή μας. Κάποιες φορές οι διαμεσολαβημένες αυτές απαντήσεις μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες στους ανθρώπους του παρόντος. Λιγότερο, ωστόσο, ως συνταγές για δράση και περισσότερο ως αφορμή για στοχασμό.

 

 

Αναφερθήκατε εκτεταμένα στη δεκαετία του 1930. Για ποιούς λόγους επιλέξατε τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο; Ποιές είναι οι αναλογίες με σήμερα;

 

 

Αναφέρθηκα κυρίως στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930. Κατά την προηγούμενη δεκαετία του 1920, η λεγόμενη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στηρίχθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην επίπλαστη ευημερία της μεσαίας τάξης. Μια ευημερία με δανεικά από τις ΗΠΑ που για ένα διάστημα συγκάλυπτε τα τεράστια χρέη που είχε σωρεύσει η Γερμανία και τα οποία είχαν ως αρχική αιτία τις πολεμικές αποζημιώσεις που κλήθηκε να πληρώσει ως ηττημένη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Το ναζιστικό κόμμα, ένα ακραία εθνικιστικό και βίαιο κόμμα που ιδρύθηκε το 1919 ως αντίδραση στην ήττα, παρέμενε ως τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 ένα περιθωριακό πολιτικό μόρφωμα. Ένα χρόνο πριν την κρίση, στις εκλογές του 1928, είχε αποσπάσει το 2,6% των ψήφων. Τα αστικά κόμματα, όμως, στάθηκαν ανίκανα να διαχειριστούν την κρίση, η μεσαία τάξη καταστράφηκε με γοργούς ρυθμούς, οι κοινωνικές συγκρούσεις εντάθηκαν και οι Γερμανοί εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στους βίαιους αλλά θεωρούμενους ως αδιάφθορους ναζί. Το 1932 το ναζιστικό κόμμα εκτινάχθηκε στο 37% και τον Ιανουάριο του 1933 οι παραδοσιακοί αστοί πολιτικοί αναγκάστηκαν να παραδώσουν την εξουσία στον Χίτλερ. Κάποιοι από αυτούς είναι αλήθεια αντέδρασαν, αλλά αρκετοί το θεώρησαν μία καλή ιδέα προκειμένου να μπει ένα τέλος στις κοινωνικές συγκρούσεις και ταυτόχρονα ένας φραγμός στην παράλληλη άνοδο της Αριστεράς. Σε όλα τούτα έχω την αίσθηση ότι μπορούμε να δούμε κάποιες αναλογίες με τη σημερινή Ελλάδα, έχοντας κατά νου, βεβαίως, το εντελώς διαφορετικό ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο. Να θυμίσω μόνο πως δύο μόλις μήνες μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Χίτλερ κατάργησε τη Δημοκρατία και δρομολόγησε την πορεία που οδήγησε στον δεύτερο παγκόσμιο.

 

 

 

Η νεολαία αποτελούσε targetgroup των γερμανών ναζί ενώ σήμερα αποτελεί στη χώρα μας το στόχο των ιδεολογικών τους απογόνων. Ποια στοιχεία της φασιστικής ιδεολογίας γοητεύουν ένα μέρος της νεολαίας σήμερα και με ποιές πρακτικές επιτυγχάνεται η επιρροή στους νέους;

 

 

Οι σημερινοί νέοι διαπιστώνουν με οδυνηρό τρόπο ότι αυτό που ήταν αυτονόητο για τους γονείς τους, μια δουλειά δηλαδή που τους επέτρεπε να ζουν μία αξιοπρεπή ζωή, δεν είναι διόλου αυτονόητο γι’ αυτούς. Είναι θυμωμένοι, νοιώθουν ξεγελασμένοι και αναζητούν μία απάντηση. Όπως οι ναζί στη δεκαετία του 1930 είχαν υποδείξει ως υπαίτιους για την κρίση τους Εβραίους, οι έλληνες ναζί, οι χρυσαυγίτες δηλαδή, ισχυρίζονται πως φταίνε οι μετανάστες διότι παίρνουν τις δουλειές των Ελλήνων. Ψεύτικη απάντηση που όμως στα μάτια τους μοιάζει αληθινή. Ύστερα καλούν στοχευμένα νέους με ορισμένα χαρακτηριστικά σε δράση ενάντια σε συγκεκριμένους στόχους: την «ανακατάληψη» μιας πλατείας από τους αλλοδαπούς, την απειλή μικροεπιχειρηματιών που εργοδοτούν μετανάστες κλπ. Ο άνεργος, απελπισμένος νέος, που νοιώθει μόνος, χαμένος και ανίσχυρος, μετέχει έτσι σε μια ομάδα με ιεραρχία, τελετουργίες και σύμβολα, έχει μια θέση και μια ταυτότητα και κυρίως δύναμη, που επιβεβαιώνεται με επιθέσεις εναντίον των μεταναστών, αλλά και όσων διαφωνούν με τις πρακτικές τους, κυρίως τους αριστερούς. Νοιώθει πως κάτι έχει κάνει για το προσωπικό του πρόβλημα, ενώ ταυτόχρονα του μεταδίδεται η πεποίθηση πως συμβάλλει στην επίτευξη ενός υψηλού στόχου, στη σωτηρία της ελληνικής φυλής και του ελληνικού πολιτισμού. Από έρμαιο των καταστάσεων, έχει πλέον την αίσθηση πως γίνεται πρωταγωνιστής των εξελίξεων. Ψευδή όλα αυτά αλλά, αν λείπει μια άλλη πρόταση ζωής και δράσης με νόημα, φαντάζουν ελκυστικά.

 

 

Εκτός από τις διάφορες τεχνικές διείσδυσης σε χώρους της νεολαίας, οι φορείς τέτοιων αντιλήψεων ρίχνουν μεγάλο βάρος σε παρεμβάσεις στο χώρο της εκπαίδευσης. Το περιστατικό στο Νυδρί εντάσσεται κατά τη γνώμη σας σε αυτές τις πρακτικές; Στην ομιλία σας είπατε ότι είναι λάθος να προσληφθεί ως ένα μεμονωμένο γεγονός.

 

 

Φαίνεται πως οι οπαδοί της Χρυσής Αυγής έχουν υιοθετήσει συνειδητά ορισμένες από τις πρακτικές του Γκέμπελς, του υπουργού προπαγάνδας του Χίτλερ. Παρεμβαίνουν σε σχολεία και δημιουργούν ζητήματα εκ του μη όντος, αξιοποιώντας οποιαδήποτε ήσσονος σημασίας ερείσματα φορτώνοντάς τα όμως με πλήθος ψευδών στοιχείων. Η περίπτωση στο Νυδρί είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστική. Μία συνηθισμένη παιδαγωγική πρακτική των νηπιαγωγών που συμβάλλει στην ομαλή ένταξη των αλλοδαπών μαθητών στα σχολεία μας και, άρα, στη βελτίωση της κοινωνικοποίησης και της μάθησης και των γηγενών μαθητών, καταγγέλλεται ως προδοτική και περιβάλλεται εσκεμμένα με πολλαπλά ψεύδη ώστε να προκληθεί θόρυβος. Γνωρίζουν ευθύς εξαρχής ότι ακόμη και αν στηθεί κατηγορητήριο στο τέλος θα καταπέσει μα δεν τους ενδιαφέρει. Διότι στο μεταξύ οι φήμες και οι διαδόσεις έχουν απλωθεί σε όλη την Ελλάδα και φροντίζουν να τις αξιοποιούν ποικιλότροπα για την προπαγάνδα τους.

 

 

 

Πώς σχολιάζετε τη στάση θεσμικών παραγόντων και της διοίκησης, όχι μόνο στο θέμα που δημιουργήθηκε στο Νυδρί, αλλά και σε αντίστοιχες καταστάσεις;

 

 

Η αντίδραση του Διευθυντή της Εκπαίδευσης θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να αποδοθεί στην τυπική ελληνική υπαλληλική νοοτροπία: Είχα μια καταγγελία και προκειμένου να είμαι καλυμμένος διενεργώ Ένορκη Διοικητική Εξέταση. Αν η νηπιαγωγός ήταν εντός των πλαισίων του προγράμματος θα αθωωθεί. Ακόμη και έτσι να είναι, τα ανακλαστικά της διοίκησης τείνουν να δυσχεραίνουν τις κοινωνικά ευαίσθητες εκπαιδευτικές δράσεις και άρα να ενισχύουν τις ναζιστικές παρεμβάσεις. Διότι όταν ένας δάσκαλος παίρνει το μήνυμα πως αν δοκιμάσει κάτι καινοτόμο στις παιδαγωγικές του πρακτικές κινδυνεύει να συρθεί σε ανακρίσεις, θα προτιμήσει την σιγουριά της πεπατημένης, παρόλο που γνωρίζει με σιγουριά πως η πεπατημένη δεν ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες. Υπάρχουν, ωστόσο, ενδείξεις, ότι τα πράγματα είναι χειρότερα από όσο φαίνονται, πως η μισαλλόδοξη ιδεολογία της Χρυσής Αυγής βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε ένα τμήμα της εκπαιδευτικής διοίκησης. Έχουμε πολλές περιπτώσεις στις οποίες προϊστάμενοι παρενέβησαν για να ματαιώσουν διαπολιτισμικές παιδαγωγικές πρακτικές, αλλά καμία στην οποία να επιχείρησαν να εμποδίσουν μιλιταριστικά κηρύγματα που αποπνέουν άρωμα άλλων σκοτεινών εποχών. Ευτυχώς υπάρχουν επίσης πολλά σημάδια που δείχνουν ότι οι κοινωνικά ευαίσθητοι εκπαιδευτικοί δεν αποσύρονται από τους σύγχρονους ιδεολογικούς αγώνες. Η ΕΛΜΕ της Λευκάδας έβγαλε μια εξαιρετική ανακοίνωση για τα γεγονότα στο Νυδρί. Αξίζει επίσης να δει κανείς το σχετικό κείμενο που υπέγραψαν τριακόσιοι πανεπιστημιακοί, καθώς και την αντίστοιχη κίνηση μιας μερίδας σχολικών συμβούλων. Όλα τούτα δείχνουν ότι μπορούμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο της αδιαφορίας. Η αδιαφορία, έλεγε ο Γκράμσι, είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Στην περίπτωσή μας, μια ενδεχόμενη κοινωνική αδιαφορία μπορεί να γίνει η λεωφόρος πάνω στην οποία θα παρελάσουν μεθαύριο τα νεοναζιστικά τάγματα εφόδου.

 

 

Ποια πιστεύετε ότι είναι η ευθύνη των εκπαιδευτικών και ποιο ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν στην αντιμετώπιση της ανάπτυξης φασιστικών αντιλήψεων, συμπεριφορών και πρακτικών;

 

 

Οι εκπαιδευτικοί έχουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα: έχουν καθημερινή επαφή με τα παιδιά και τους νέους. Μπορούν να αξιοποιήσουν ευκαιρίες για σχετικές συζητήσεις στο πλαίσιο των μαθημάτων. Αλλά οφείλουν να το πράττουν με παιδαγωγική ευαισθησία. Δεν κάνουμε κύρηγμα, καθοδηγούμε έμμεσα τους μαθητές και τις μαθήτριες να σκέφτονται και να διακρίνουν κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Μπορούν επίσης να αξιοποιήσουν τη λεγόμενη Ευέλικτη Ζώνη του ωρολογίου προγράμματος για να δρομολογήσουν δραστηριότητες που ενισχύουν τις αντιστάσεις των νέων στη φασιστική ιδεολογία. Ευκαιρία για στοχασμό μπορεί να δώσουν και προβολές κατάλληλων ταινιών, ανάλογα με την ηλικία των μαθητών. Από τον «Μεγάλο Δικτάτορα» του Τσάπλιν και το «Η Ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι, ως το «Κύμα», τα «Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας» ή το τετράωρο ιστορικό ντοκιμαντέρ του BBC για την άνοδο και την πτώση του ναζισμού. Το πιο ουσιώδες όμως είναι κάτι που μοιάζει αυτονόητο αλλά δεν είναι: Με την καθημερινή διδασκαλία των μαθημάτων, οι εκπαιδευτικοί να οικοδομούν ένα σχολείο δημοκρατικό και αποτελεσματικό. Ένα σχολείο, δηλαδή, που να μαθαίνει γράμματα σε όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες ανεξάρτητα από εθνότητα, από φύλο ή από οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό χαρακτηριστικό. Διότι αν ένα σχολείο είναι αποτελεσματικό παρότι, για παράδειγμα, έχει πολλούς αλλοδαπούς μαθητές, τότε οι γονείς των ελλήνων μαθητών δεν θα διαμαρτύρονται, δεν θα ψάχνουν τρόπο να στείλουν το παιδί τους σε άλλο σχολείο, και οι μαθητές, γηγενείς και αλλοδαποί, θα βγουν πολλαπλά κερδισμένοι από την μεταξύ τους όσμωση. Η Χρυσή Αυγή όμως επιδιώκει ένα σχολείο αναποτελεσματικό. Γι’ αυτό αξιοποιεί κάθε ευκαιρία για να υποδαυλίζει τις αντιθέσεις και να προκαλεί εντάσεις. Στόχος της είναι η αποδιοργάνωση της σχολικής ζωής. Διότι η αποδιοργάνωση καθιστά το σχολείο αναποτελεσματικό και, στη συνέχεια, η ανικανότητα του σχολείου να μορφώσει τους μαθητές, αξιοποιείται ως επιχείρημα εναντίον των μεταναστών και των διαπολιτισμικών παιδαγωγικών πρακτικών.

 

 

 

Ρ.Χ.Τ.