ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

H MANTANIA (διήγημα)

της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ- ΝΤΑΝΟΥ

 

-Άντε στο καλό Ευτέρπη, αύριο πάλι εδώ θα ΄μαστε  πρώτα ο θεός, να τα ξαναπούμε

-Καλό βράδυ Μαίρη, χαιρετίσματα στο Νίκο και την Αίγλη, αν περάσουν από δω. Και  στη μικρή Μάρια φυσικά, σε λίγο σε φαντάζομαι στο skype να μιλάτε και να λάμπεις , αλίμονο από μένα που δεν έχω κανένα

-έχεις εμένα, σταμάτα να γκρινιάζεις.

Η Μαίρη έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο , που ο Γιάννης ο άνδρας της παρακολουθούσε το απογευματινό δελτίο ειδήσεων και κάθε τόσο έλεγε τα δικά του, αφού εδώ και καιρό τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά στη χώρα. Δεν του απαντούσε τις περισσότερες φορές, γιατί αυτή η κουβέντα δεν είχε τελειωμό, έπειτα διαφωνούσαν σε πολλά και ήθελε να αποφεύγει τη γκρίνια.  Γύρω στα ογδόντα και οι δυο τους ζούσαν σε ένα δυάρι στο Γαλάτσι, κοντά στο χώρο, που τις τελευταίες μέρες έφερε η κυβέρνηση πρόσφυγες, με σκοπό να προωθηθούν στην Ευρώπη, αφού καταγραφούν. Οι εικόνες πολύ άσχημες, οι φωνές και οι διαμαρτυρίες συνηθισμένο φαινόμενο, ο ήχος των περιπολικών διαπεραστικός, τα συναισθήματα  όλο και πιο  έντονα και η ελπίδα πως όλο αυτό κάποτε θα πάρει τέλος για όλους όλο και πιο ισχυρή. Όταν όμως έβλεπαν στις ειδήσεις κακούς χειρισμούς , απελπίζονταν. Ευτυχώς που κάθε απόγευμα η Ευτέρπη, μια γυναίκα συνομήλικη, που έμενε μόνη στο διπλανό διαμέρισμα, ερχόταν να τους δει και να τα πούνε. Ο Γιάννης πήγαινε σε ένα κοντινό καφενείο κι έπαιζε κανένα χαρτάκι με την παρέα του, εκείνο όμως το απόγευμα βαρέθηκε να βγει, ήταν κι ο καιρός χάλια, ήταν κι οι ταλαίπωροι  πρόσφυγες με τις ιστορίες τους κι έτσι έμεινε μαζί τους. Είπαν πολλά , έκαναν σχόλια και προβλέψεις, έξω ο Χειμώνας απειλούσε με τις βροχές και τους αέρηδες, όμως εκείνοι ήταν στο ζεστό διαμέρισμα, κυρίως ήταν υγιείς και περίμεναν τη νέα κυβέρνηση που πριν λίγους μήνες  πήρε την εξουσία να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, δικαιώνοντας όσους την ψήφισαν.

Το ζευγάρι είχε έρθει  πριν είκοσι περίπου χρόνια απ’ την επαρχία, αφού εργάστηκε τριάντα τρία χρόνια στο δημόσιο. Εκεί μεγάλωσαν το Νίκο, το μοναδικό παιδί που απέκτησαν, προσφέροντάς του ό,τι χρειάστηκε να μορφωθεί και να γίνει ένας πολύ καλός γιατρός. Κι όταν ο γιος τους γνώρισε την Αίγλη, τη γυναίκα της ζωής του γιατρό επίσης, του έδωσαν την ευχή τους, ελπίζοντας πως ίσως κάποτε επιστρέψει στην πόλη που μεγάλωσε, να εργαστεί. Όμως αυτό δε συνέβη και πηγαινοέρχονταν εκείνοι στην Αθήνα, αφού το επάγγελμα των παιδιών τους δεν τους επέτρεπε να φεύγουν. Όταν  γεννήθηκε η Μάρια η εγγονή τους, αποφάσισαν να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα, για να βοηθήσουν στο μεγάλωμα του παιδιού , μια και οι γονείς της Αίγλης αδυνατούσαν να παράσχουν βοήθεια. Με το εφάπαξ αγόρασαν  το μικρό σπίτι στο Γαλάτσι, κοντά στα παιδιά κι έγιναν πρωτευουσιάνοι συνταξιούχοι, με νέες παρέες και συνήθειες .Στις  διακοπές των σχολείων επέστρεφαν στα παλιά τους λημέρια, πολλές φορές παίρνοντας μαζί τους και τη Μάρια, που δεν ήθελε να μένει στο σπίτι στην Αθήνα μόνη, μια κι οι γονείς της έλειπαν πολλές ώρες στη δουλειά.

Στην εφηβεία  η Μάρια άλλαξε, είχε τους φίλους και τις φίλες της, εκείνοι πήγαιναν μόνοι στα νεανικά τους στέκια, έμεναν όμως όλο και πιο λίγο, γιατί και τα χρόνια είχαν περάσει και ο κόσμος είχε αλλάξει. Παρουσιάστηκαν κάποια προβλήματα υγείας, όχι σοβαρά ευτυχώς, αλλά τα παιδιά τους έλεγχαν τα πάντα κι ήταν ευτυχισμένοι. Κάποια μέρα ο Νίκος τους είπε πως θα στείλει τη Μάρια για σπουδές στο εξωτερικό μετά το λύκειο. Τους χτύπησε κεραυνός. Η Μαίρη δε μίλησε, ο Γιάννης όμως ξέσπασε

-γιατί Νίκο, εδώ δεν έχουμε Πανεπιστήμια; Εσύ κι η Αίγλη δεν είστε καλοί επιστήμονες;

-μη δυσανασχετείς πατέρα, θα σπουδάσει έξω, για να μπει πιο εύκολα στο χώρο εργασίας

-γιατί να μην προσπαθήσει εδώ να την έχουμε κι εμείς κοντά μας..

-η Μάρια μεγάλωσε, θέλει να πάει έξω, συμφωνεί και η μητέρα της…οι αποστάσεις έχουν μηδενιστεί, έπειτα βοηθάει κι η τεχνολογία.

-τι εννοείς; Φώτισέ με κι εμένα να καταλάβω

-να, το skype, ένα πρόγραμμα…

-το ξέρω δε χρειάζομαι ενημέρωση, μα δε θα την έχουμε κοντά μας.

Είπαν κι άλλα εκείνο το βράδυ πατέρας και γιος, μα οι γονείς σαν είδαν πως ήταν οι τρεις τους αποφασισμένοι δεν ήθελαν να επιμείνουν. Έτσι έφυγε η Μάρια από την αγκαλιά τους και μιλούσαν μαζί της κάθε βράδυ στο skype, καταθέτοντας ο καθένας το προσωπικό του ημερολόγιο. Εκείνη τους έλεγε για τις σπουδές της, την Ευρώπη, τις απόψεις των ξένων για τη χώρα μας, αυτοί της έδειχναν πόσο την αγαπούσαν, της έλεγαν για την κρίση και τελευταία για τους πρόσφυγες, που ξαφνικά ήρθαν τόσο κοντά τους και τους ράγιζαν την καρδιά.

Μισή ώρα μετά την αποχώρηση της  Ευτέρπης κι αφού έξω η βροχή είχε σταματήσει, η Μαίρη κι ο Γιάννης κάθισαν δίπλα – δίπλα, έκλεισαν την τηλεόραση και κάλεσαν τη Μάρια στο skype. Ήταν η συμφωνημένη ώρα κι όμως δεν απάντησε. Κοιτάχτηκαν με ανησυχία, μα πριν προλάβουν να σηκωθούν τους κάλεσε εκείνη. Ήταν κάπως αμήχανη, τους ζήτησε συγνώμη που δεν απάντησε στην κλήση τους, καθυστέρησε να επιστρέψει, ταχτοποιούσε κάτι…

-Μάρια μου είσαι ένα κουκλάκι όπως πάντα, μα απόψε είσαι κάπως διαφορετική, εγώ σε μεγάλωσα, σε βλέπω, είναι κάτι που θες να μας πεις και διστάζεις;

-να γιαγιάκα μου…

– πες μας τι θες κορίτσι μου και θα σου πούμε κι εμείς τη γνώμη μας

-γιαγιά, έχω πολλή δουλειά στο Πανεπιστήμιο και είπα στις διακοπές να μην κατέβω Αθήνα

-εμείς σε θέλουμε, μα δεν πειράζει αν εσύ πρέπει να μείνεις, θα έχουμε τους γονείς σου, θα περάσουμε μαζί τους και …

-γιαγιά, οι γονείς μου κανόνισαν να είναι μαζί μου στις γιορτές

-πότε έγινε αυτό, ο μπαμπάς σου δε μου είπε κάτι

-για να μη στεναχωρηθείτε, θα σου το πουν όμως.

-να είστε όλοι καλά, θα δούμε εμείς πώς θα περάσουμε, έχουμε άλλωστε και την Ευτέρπη έτσι δεν είναι;

Η Μαρία καληνύχτισε  την εγγονή της και γύρισε στο Γιάννη. Τον είδε δακρυσμένο, του είπε πως έτσι είναι η ζωή, έχει εκείνη και τη φίλη της, έχει κι αυτός τους φίλους από το καφενείο, ίσως τις επόμενες γιορτές ν’ ανταμώσουν όλοι. Εκείνος σηκώθηκε σιωπηλός κι ακούμπησε στη μαντανία, που ήταν στρωμένη στον καναπέ του καθιστικού. Καραμελωτή την έλεγε η συχωρεμένη η μάνα του, την είχε υφάνει με τις γειτόνισσες στο χωριό του, του την έδωσε με άλλα υφαντά προίκα κι εκείνος έδωσε εντολή στη Μαρία να την πάρει στην Αθήνα και να στρώσει τον καναπέ. Κόκκινη όπως η καρδιά του, τότε που γνώρισε στη δουλειά τη Μαρία και την ερωτεύτηκε, εκεί ακουμπούσε σαν είχε πίκρα και επικοινωνούσε με τη μάνα του. Θηρίο έγινε μια φορά, που η Μαρία αγόρασε ένα μοντέρνο ριχτάρι  κι έστρωσε τον καναπέ. Το πήρε και το πέταξε κι απαίτησε απ’ τη γυναίκα του να μείνει εκεί η μαντανία όσο εκείνος θα ζούσε. Το σεβάστηκε αυτό η Μαρία, που τώρα χάιδεψε το πρόσωπό του με τα κουρασμένα χέρια της. Δεν είπαν τίποτα εκείνη τη στιγμή κι όταν σε λίγο πέρασαν από κει, όπως έκαναν κάθε βράδυ μετά τη δουλειά ο Νίκος και η Αίγλη, τους αιφνιδίασαν.

-Έχετε χαιρετισμούς από την Ευτέρπη, να πάτε στο κορίτσι τις γιορτές, εμείς καλά είμαστε, θα μείνουμε στη ζεστασιά μας παρεούλα, να ξεκουραστείτε και να δείτε την Ευρώπη

-μαμά, με πρόλαβε η Μάρια, θα σας το λέγαμε, έχει…

-δε χρειάζεται παιδί μου να απολογείσαι, συμβαίνουν αυτά.

Καληνύχτισαν τους αγαπημένους τους, κατάλαβαν μια πίκρα στον  πατέρα, έτσι όπως  τον είδαν, ένα το σώμα του με την κόκκινη μαντανία, σιωπηλό όμως και προβληματισμένο.

Μια βδομάδα μετά, ταξίδεψαν στο κορίτσι τους, οι γιορτές έφτασαν, οι πρόσφυγες ήταν ακόμη εκεί, ο Γιάννης στο καφενείο, η Μαρία κι η Ευτέρπη στο σπίτι, δουλειές, γλυκά, προετοιμασίες, σα να ήταν όλοι μαζί. Έπειτα ήταν και το skype  κάθε μέρα, θέατρο  σύγχρονης επικοινωνίας, προβληματισμός από τη μια άκρατος ενθουσιασμός από την άλλη, ο χρόνος που άφηνε πίσω τη ζωή για τους παππούδες κι ο χρόνος που είχε τη ζωή μπροστά για τους τρεις, ιδίως για την κόρη. Ήταν η πρώτη χρονιά, που οι ηλικίες χώρισαν και δίχως σοβαρό λόγο στο μικρό δυάρι του Γαλατσίου επικρατούσε η μελαγχολία. Ο Γιάννης δεν έλεγε πολλά, συνιστούσε λιτότητα στη Μαρία, αλλά εκείνη κι η φίλη της νόμιζαν πως θα φτιάξει η διάθεση , αν όλα γίνουν καθώς πρέπει.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς ο Γιάννης γύρισε νωρίς  απ’ το καφενείο, όχι μόνο για το skype, αλλά γιατί κι οι φίλοι του έφυγαν  στα σπίτια τους  για το νέο χρόνο. Ήταν όμως πολύ προβληματισμένος και λιγομίλητος. Στο τραπέζι όλα τα καλά, μα δεν άπλωσε το χέρι του για τίποτα, ισχυριζόμενος πως δεν έχει όρεξη, παρά τις προτροπές των γυναικών. Κάποια στιγμή τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε διακριτικά στον απέναντι δρόμο. Έπειτα αναστέναξε, σηκώθηκε αργά και φόρεσε το παλτό του. Πήρε το μπαστούνι του, πάντα το είχε συντροφιά τη νύχτα και άνοιξε την πόρτα.

-τι κάνεις άνθρωπέ μου, τρελάθηκες;

-άφησέ με Μαρία και έχε μου εμπιστοσύνη, εδώ απέναντι δύο λεπτά κι έρχομαι.

Η πόρτα έκλεισε με θόρυβο, οι δυο γυναίκες ανησύχησαν πολύ, μα τον είδαν αποφασισμένο κι έκαναν το σταυρό τους. Η τηλεόραση  είχε γιορταστικό πρόγραμμα, σε λίγο ο νέος χρόνος θα ερχόταν και η τεχνολογία θα τους βοηθούσε να τον υποδεχτούν μαζί με τα παιδιά τους. Επικράτησε σιωπή και απορία. Η Μαρία έτρεξε προς την πόρτα, μήπως και δει κάτι, η βραδιά ήταν περίεργη, φοβόταν για τον άντρα της.  Τον διέκρινε μέσα στη νύχτα να μιλάει με τρία άτομα, που κάθονταν στο παγκάκι, φοβισμένα κι αδύναμα, πιο αδύναμα κι από εκείνη, τη μέρα που άφησε το χωριό της και κατέβηκε για πρώτη φορά στην πόλη.

Μια νεαρή γυναίκα, που φορούσε μαντίλα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μικρό αγόρι, τυλιγμένο με ένα κουρέλι και δίπλα της, καθισμένο στο παγκάκι ένα κοριτσάκι με μακριά αχτένιστα μαλλιά,  απεριποίητο και δακρυσμένο. Ήταν το παγκάκι της στάσης του λεωφορείου καλυμμένο με σκέπαστρο κι έτσι προστατεύονταν από τη βροχή, όχι όμως κι από το κρύο. Οι δυο γυναίκες ταράχτηκαν περισσότερο τώρα.

-να γιατί ο Γιάννης γύρισε ταραγμένος κι ανόρεχτος Ευτέρπη

-πρέπει κάτι να κάνουμε γι’ αυτά τα πλάσματα, να αισθανθεί καλύτερα κι ο Γιάννης…

-κι αν κάποιο από τα τρία άτομα έχει κάποια αρρώστια; Αλλά τέτοια θα κοιτάζουμε τώρα;

-πες πως εκεί ήταν η Μάρια, η Μάρια σου

– σταμάτα και περίμενε στην πόρτα

Και πριν η Ευτέρπη χωνέψει την εντολή της η Μαρία έτρεξε προς το παγκάκι. Ο Γιάννης την κοίταξε αμήχανα, σα να περίμενε την άδειά της, να τους πάρει στο σπίτι, μα εκείνη τον πρόλαβε και κρατώντας το κοριτσάκι από το χέρι προχώρησε προς την πόρτα που τους περίμενε η Ευτέρπη. Ο  Γιάννης με τη νεαρή γυναίκα ακολούθησαν και σε λίγο οι τρεις πρόσφυγες βρίσκονταν στο ζεστό διαμέρισμα, καθισμένοι στον καναπέ με τη ζεστή μαντανία. Τα παιδιά γαντζωμένα στη μητέρα τους κι εκείνη με δάκρυα στα όμορφα μάτια της που μόλις διακρίνονταν κάτω απ’ τη μαντίλα, μιλούσε με συστολή και φόβο. Ο Γιάννης ήταν τώρα χαρούμενος και λυτρωμένος, λύθηκε η γλώσσα του και υπέβαλλε πολλαπλές ερωτήσεις, περιμένοντας την κατάλληλη απάντηση. Συνεννοήθηκαν άψογα στα Αγγλικά, η Μαρία έφερε ό,τι είχε για φαγητό, ανέβασε τη θέρμανση, έπλυναν τα παιδιά και τους φόρεσαν καθαρά και ζεστά ρούχα. Πάντα κρατούσε κάποια  από τα ρούχα της Μάριας στα ντουλάπια της, σαν εκείνη μεγάλωνε και δεν της έκαναν, κυρίως όμως για ενθύμιο. Το αγόρι ήταν πολύ μικρό κι έτσι δεν είχαν πρόβλημα με τα χρώματα. Η ώρα περνούσε, όλοι ήταν ικανοποιημένοι, μα πιο περήφανος ο Γιάννης, που στην αλλαγή του χρόνου παρουσίασε «τη συντροφιά του»  στην εγγονή , το γιο του και τη νύφη του, σαν εκείνοι τους κάλεσαν στο skype, να δεχτούν μαζί το νέο χρόνο και να ανταλλάξουν ευχές. Τους  διηγήθηκε την ιστορία και την περιπέτειά τους με κάθε λεπτομέρεια, όπως την άκουσε από τη νεαρή μητέρα, τονίζοντας τους πόσο τυχεροί πρέπει να αισθάνονται για τα αγαθά που απολαμβάνουν

-η εικοσιεπτάχρονη  Ρίμα  ζούσε πριν λίγο καιρό στη Συρία, καθηγήτρια Αγγλικών με το Μαθηματικό σύζυγό της Σάμερ και τα δυο τους παιδιά. Οι αλλεπάλληλοι  βομβαρδισμοί κατέστρεψαν ολοσχερώς το σπίτι τους και το σχολείο, που εργάζονταν. Έχασε τους γονείς της, αποφάσισε με το σύντροφό της να πάρουν λίγα πράγματα και χρήματα και να ξεκινήσουν το δρόμο της προσφυγιάς . Οι διακινητές τούς υποσχέθηκαν μια καλύτερη ζωή σε χώρα της Βόρειας  Ευρώπης, μακριά από τη φρίκη του πολέμου. Από την Τουρκία πέρασαν στη Λέσβο με ένα σαπιοκάραβο, που το εγκατέλειψε ο καπετάνιος λίγο πριν φτάσουν στην ακτή. Τότε πάλεψαν να σωθούν,  χωρίς ο Σάμερ  να τα καταφέρει. Ευτυχώς οι εθελοντές του νησιού έσωσαν τα παιδιά της. Ήρθαν μαζί με άλλους  στον Πειραιά, τους μετέφεραν στο κοντινό αθλητικό κέντρο, ώσπου να φύγουν για την Ειδομένη. Δεν έχουν όμως εκεί τις κατάλληλες συνθήκες, τα παιδιά πεινούσαν και κρύωναν μετά από τόση ταλαιπωρία κι έτσι βγήκε στο παγκάκι, να ζητήσει βοήθεια. Επέστρεφα από το καφενείο, την είδα, ράγισε η καρδιά μου, αλλάξαμε λίγες κουβέντες, μπήκα στο σπίτι, έπειτα μετάνιωσα, άφησα τις γυναίκες, άνοιξα την πόρτα κι ο θεός βοηθός, μα με πρόλαβαν η Μαρία με την Ευτέρπη, τώρα τους έχουμε εδώ μόλις περάσει η νύχτα θα πάνε στο χώρο που είναι κι οι άλλοι μαζεμένοι, να προωθηθούν στα σύνορα, υποδεχτήκαμε σωστά το νέο χρόνο;

-τέλεια, είμαστε περήφανοι για σας,  είπαν απ’ την άλλη άκρη η Μάρια, ο Νίκος και η Αίγλη. Μετά τις ευχές ήρθε η καληνύχτα, η Μαρία σκέπασε τη   Ρίμα, που την είχε πάρει ο ύπνος με τα δυο παιδιά της αγκαλιά. Νωρίς το πρωί της Πρωτοχρονιάς  οι τρεις επισκέπτες έφυγαν από το μικρό διαμέρισμα στο Γαλάτσι για το χώρο που τα λεωφορεία θα τους πήγαιναν στην Ειδομένη. Η Μαρία τους έδωσε τρόφιμα και ρούχα, ο Γιάννης πήρε τη μαντανία από τον καναπέ και την πρόσφερε, να τους ζεσταίνει τις κρύες μέρες και νύχτες και να τον θυμούνται. Η Ρίμα γονάτισε και τον ευχαρίστησε, η Μαρία με την Ευτέρπη κοιτάχτηκαν,  αλλά δεν ξεστόμισαν λέξη. Σε λίγα δευτερόλεπτα η ταλαίπωρη νέα με τα παιδιά της είχαν εξαφανιστεί.

-τώρα γυναίκα βάλε στον καναπέ όποιο ριχτάρι θέλεις. Η μαντανία έχει ιερό σκοπό πλέον κι εγώ στο νέο χρόνο που μπήκε δε ζητάω τίποτε άλλο, παρά να ζήσουμε ειρηνικά όσο μας απομένει και τα παιδιά μας να είναι καλά όπου κι αν βρίσκονται και ποτέ στη ζωή τους να μη γνωρίσουν το δράμα του πολέμου και της προσφυγιάς.

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ- ΝΤΑΝΟΥ

φιλόλογος