ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τα Μίντια δημιουργούν «πολιτικούς Μεσσίες» και όχι πολιτικούς ηγέτες

Του Ανδρέα Κάτσενου

Πολλές φορές στη πολιτική λέγονται πράγματα για επικοινωνιακούς λόγους, ή λόγους εντυπωσιασμού, τα οποία εμπεριέχουν μια δόση «αντί» στο υπάρχον σύστημα. Εκφράζονται  απόψεις η ιδέες που ακούγονται βαρύγδουπες, προκαλούν ένταση, ή ακόμα κι αντιπαραθέσεις.

 

Είναι φορές που οι πολιτικοί καταφεύγουν στη μαύρη προπαγάνδα, ή την υπερβολή για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να δώσουν το δικό τους στίγμα στο χώρο επιχειρώντας να αποδείξουν ότι πρεσβεύουν το διαφορετικό.

 

Και θα έλεγα ότι τις περισσότερες φορές σε μια εποχή καθαρά μιντιακή, όπου η επικοινωνία έχει τη δύναμη να δημιουργεί «πρόσωπα πολιτικά», όσοι το επιχειρούν κερδίζουν, ακόμη κι αν αυτό που δείχνουν είναι διαφορετικό από την προσωπικότητα ή τις ικανότητες τους. Γίνονται γνωστοί και δημιουργούν γύρω τους μια εικόνα ενός Μεσσία που έρχεται για να λυτρώσει το λαό από τα δεινά, τις δυστυχίες την οικονομική κατάρρευση, ή την ανυπαρξία του συστήματος.

 

Αναπτύσσουν το υπερεγώ τους, ως νε δυνάμει σωτήρες κουβαλώντας ένα βαρύ οικογενειακό πολιτικό παρελθόν κι ένα επίσης ευανάγνωστο, μπορεί και προκλητικό για τους πολλούς, βιογραφικό γεμάτο παρουσία σε ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Συνήθως λαλίστατοι, γνώστες παντός του επιστητού εμφανίζονται νέοι πολιτικοί, οι οποίοι χρησιμοποιώντας τη δύναμη των μίντια και το lifestyle θεωρούν ότι θα ανέλθουν πολιτικά και θα κατακτήσουν  την εξουσία. Μιλούν πολύ. Χωρίς αυτοέλεγχο και κυρίως χωρίς να μετρούν και να συνδέουν τα λεγόμενά τους με το μέλλον και τις πιθανές αλλαγές στη πολιτική στάση τους. Με δηλώσεις τους εμφανίζονται ανατροπείς του συστήματος και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα αυτοδιαψεύδονται.

 

Σε αυτή τη δίνη της επικοινωνιακής αυτοπροβολής, που το «νέο» έρχεται να ισοπεδώσει τα πάντα, φαίνεται ότι έχει βρεθεί και ο υποψήφιος για τη προεδρία της Νέας Δημοκρατίας κ. Απ. Τζιτζικώστας. Ένας νέος πολιτικός, με οικογενειακή πολιτική παρουσία και βαρύ βιογραφικό που δείχνει να έρχεται να γκρεμίσει τα τείχη της Ιεριχούς.

 

Να ηγηθεί ενός κόμματος το οποίο τον τίμησε, αλλά και το οποίο δεν του ταιριάζει, ή δεν θέλει να έχει σχέση μαζί του, ως πολιτικός οργανισμός. Του προκαλεί περίπου κάτι σαν ναυτία. Δικές του είναι οι δηλώσεις ότι «Η Νέα Δημοκρατία είναι ένα κόμμα τοξικό» , ότι υπάρχει ένα σύστημα βολεμένων στους κόλπους του, που παλεύει να μην χάσει τις καρέκλες τους, υπονοώντας στελέχη τα οποία επί δεκαετίες κατέθεσαν τη ψυχή τους για την παράταξη.

 

Και πριν από λίγους μήνες, τον Δεκέμβριο 2014, ο Απόστολος Τζιτζικώστας, δίνει συνέντευξη στη Βεργίνα TV, και ανάμεσα στα «λιβανιστήρια» και τους επαίνους που εισπράττει, πέφτει και η ξεκούραστη ερώτηση… αν αυτός ο «άφθαρτος» νέος, κάτι σαν μεσσίας, σε περίπτωση που η ΝΔ χάσει τις εθνικές εκλογές (με αρχηγό τον Σαμαρά)…. αν θα θέλει να γίνει ο αντι-Τσίπρας και να ηγηθεί της ΝΔ. να λέει «Η κουβέντα για τη Νέα Δημοκρατία μου κάνει κακό».

 

Το ερώτημα που τίθεται αβίαστα είναι, όσα δήλωνε πριν μερικούς μήνες τον εκφράζουν και σήμερα; Μήπως ήταν ολίσθημα λόγω της απειρίας του και του παρορμητικού της ηλικίας του να πει κι αυτός κάτι; Κι αν είναι έτσι γιατί δεν ζητάει ταπεινά συγγνώμη από τη βάση της Νέας Δημοκρατίας.

Αν όμως όσα είπε τα πιστεύει τότε γιατί πήρε το θάρρος να διεκδικήσει την ηγεσία ενός κόμματος που είναι τοξικό, που του δημιουργεί αλλεργία και που δεν είναι μέλος, αφού ως περιφερειάρχης κατέθεσε την κομματική του ταυτότητα, άσε που δεν είναι ούτε κάν βουλευτής για να εκπροσωπήσει κοινοβουλευτικά το κόμμα της  Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για την επόμενη τετραετία. Και για ποιο αλήθεια κόμμα μιλάει ότι θέλει να ηγηθεί; Του κόμματος που ίδρυσε ο εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής και τίμησαν μέχρι ρανίδος ο  Γ. Ράλλης, ο  Ευ. Αβέρωφ, ο Κ. Μητσοτάκης, ο Μ. Έβερτ, ο Κ. Καραμανλής, ο Αντ. Σαμαράς και, σήμερα, ο Ευ. Μειμαράκης; Το κόμμα που τίμησαν με τη ψήφο τους διαχρονικά εκατομμύρια συμπολίτες μας, έπαθαν, έχασαν τις δουλειές τους, τις οικογένειες τους, τη ζωή τους για να το υπηρετήσουν;

 

Τα κόμματα δεν χτίζονται στα καφενεία, τα μπαρ, τις πασαρέλες, και τα γραφεία που παράγουν φιγούρες ευπρεπώς ενδεδυμένες έχοντας μιντιακή κάλυψη. Τα κόμματα χτίζονται από τη βάση  χωρίς να γκρεμίζονται σύμβολα κι αξίες, ιστορία δεκαετιών.

 

Στον αντίποδα ο Κ. Μητσοτάκης που έχει βαριά πάνω του το βάρος της πολιτικής ιστορίας της οικογένειας του. Νέος κι αυτός, ικανός, με σπουδές,  μιντιακός, με το δικό του πολιτικό παρελθόν,  τις ιδέες κι απόψεις, που όμως δεν διανοήθηκε να προβεί σε λεονταρισμούς και λεκτικές ακροβασίες. Μετρημένος κι απλός δίνει το δικό του αγώνα έχοντας δικαίωμα στο όνειρο.

 

Ακόμα κι ο λαλίστατος Άδωνις, ο σόουμαν της πολιτικής επικοινωνίας, που διαθέτει  το δικό του στιλ, έχει το δικό του κοινό,  δεν κατέφυγε σε δηλώσεις τέτοιας ανατροπής και πολιτικής απαξίωσης για το κόμμα που τον τίμησε και τον έκανε βουλευτή κι υπουργό.

 

Γιατί τι εστί παλιό, φθαρμένο, τοξικό σ ένα κόμμα; Το κόμμα τι είναι; Απόβλητα αποτελούμενο από άτομα που βολεύονται, έχουν ιδιοτέλεια και  κερδοσκοπούν, αν δεν κερδοσκοπούν; Ή κυψέλες παραγωγής πολιτικών ιδεών και προτύπων προς όφελος της κοινωνίας;

 

Για αυτό ο «νέος» κ. Απ. Τζιτζικώστας, οφείλει βαθειά να μελετήσει τον Εθνάρχη Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος  ήταν ο πρώτος διδάξας της σιωπής, της αμφισημίας και της αναμονής και τους αρχαίους προγόνους μας που έλεγαν «το σιγάν κρείττον εστί του λαλέιν»,  γιατί σήμερα στην εποχή της επικοινωνίας, τίποτα δεν μένει κρυφό. Όλα βγαίνουν στο φως και μας τσακίζουν.