ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

του Θανάση Αγγελή Γυρίζοντας το χρόνο πίσω αρκετές δεκαετίες θυμήθηκα τι έπαθα για ένα μπότη* νερό. Ήταν η εποχή που ελάχιστα σπίτια στην πόλη είχαν βρύση από το δίκτυο ύδρευσης, στα δε χωριά του νησιού, όνειρο μακρινό. Καυτά καλοκαίρια υπήρχαν και τότε, μόνο που ο μαΐστρος όταν ερχόταν από το πέλαγος δεν συναντούσε τριώροφα και τετραώροφα κτίρια. Το πόσιμο νερό οι Λευκαδίτες το έπαιρναν από τις Δημοτικές βρύσες που υδροστόμια είχαν κεφαλές τίγρεων και λεόντων. Υπήρχαν αρκετές σε πολλά σημεία της πόλεως. Στη θέση ράχη όπου και η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής (καθόλου άσχετο το όνομα) υπήρχε τρεχούμενο νερό και με σχετικά έργα υδρομάστευσης υδρεύονταν η πόλη. Αρκετές οικογένειες όμως το θεωρούσαν «Βαρύ» και το χρησιμοποιούσαν για λάτρα και για πόσιμο πήγαιναν στο πηγάδι του Πάλλα (εκεί που παίζονταν το αμπαλί) ή στο πηγάδι της Μηλιάς του Πάππιου στην Κουζούντελη. Μάλιστα όταν ο νερουλάς της οικογένειας ήταν μικρής ηλικίας ο Μήτσος στου Πάλλα και η Μηλιά στη Κουζούντελη φρόντιζαν να φέρουν το δροσερό νερό στον μπότη τού επισκέπτη με τη δική τους βοήθεια μιας και τα πηγάδια ήταν βαθιά και ο σίσκλος δύσκολα ανέβαινε. Ένα καυτό μεσημέρι τότε, σαν σήμερα, για να αποφύγω τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο παρακάλεσα την μητέρα μου να πάω στην Μηλιά για νερό. Μετά από συζήτηση μού επέτρεψε την έξοδο από την οικία με έναν μικρό μπότι αφού προηγουμένως έριξε το σάλιο δίπλα στο αυλόσκαλο και είπε: «Να έρθεις πίσω πριν λιώσει γιατί διαφορετικά φίδι κολοβό που θα σε φάει.» Με το συναίσθημα της ελευθερίας να με συντροφεύει ξεκίνησα να φέρω στο σπίτι τη δροσιά της ζωής. Καλώς τον, μου είπε η λυγερόκορμη Μηλιά, τι κάνουν οι γονείς σου, και πριν προλάβω να απαντήσω έριξε τον κουβά στο πηγάδι με την τροχαλία που είχε περασμένο το σχοινί να σφυρίζει πάνω από τα κεφάλια μας καθότι ήταν δεμένη πάνω στο τεράστιο γιασεμί που έριχνε απλόχερα τον ίσκιο του στο πηγάδι. Ένας σίσκλος έφτασε για να γεμίσει τον μικρό μπότη. –         Μωρέ ξεπατωμένο μπορείς να τον πάς με ρώτησε όλο καλοσύνη αμφισβητώντας τα μικρά μου ισχνά μπράτσα .Μπορώ, μπορώ, είπα και αμέσως άρχισα να κατηφορίζω στον δρόμο με τις ουρανόψηλες λεύκες. Κάπου κοντά στου Βερύκιου στον θεόρατο ευκάλυπτο έκανα στάση να ξεκουραστώ αλλά και να δω κάποια μεγαλύτερα παιδιά που έπαιζαν βόλους. Δεν κατάλαβα ή δεν είχα την αίσθηση του χρόνου λόγω ηλικίας, μα όταν θυμήθηκα το σάλιο της μάνας μου ήταν πλέον αργά. Η συνάντηση μας κάτω από τον ευκάλυπτο ήταν τρομερή και το σημάδι από το μπότη στο δεξί μου μηνίγγι με ακολουθεί ακόμη και σήμερα. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε μέχρι να κλείσουν οι βλύχες στις αυλές των σπιτιών και να έρθει το δώρο της φύσης μέσα στα σπίτια μας. Η νέα γενιά ποτέ δεν κατάλαβε την αξία του γιατί το βρήκε έτοιμο και ποτέ δεν το εκτίμησε. Δεν μπορεί να καταλάβει πως μια κατσαρόλα ζεστό νερό από την γκαζιέρα έφτανε για λουτρό. Ένα βαρέλι θέλουμε σήμερα και δεν μας φτάνει, αφού το χρησιμοποιούμε και για υδρομασάζ από τον κάματο της χειρωνακτικής (?) δουλειάς μας. Έτσι που πάμε όχι ο Λούρος δεν μας φτάνει, αλλά ούτε ο Αχελώος. Η Λευκάδα τα τελευταία χρόνια απέκτησε αρκετές υδροφόρες τουριστικές επιχειρήσεις με αρκετούς επιχειρηματίες νεροκλέφτες που δεν πληρώνουν σχεδόν ποτέ νερό στον Δήμο και όταν το πράττουν μετά από αρκετά χρόνια, γίνεται κατόπιν διακανονισμού, τουτέστιν, χρωστάς χίλια δώσε εκατό γιατί τα υπόλοιπα τα πλήρωσε το κορόιδο που ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του. Εδώ πρέπει άμεσα να πάρει απόφαση το ΔΣ του Δήμου ομόφωνα και να δημοσιοποιήσει τα ονόματα των νεροκλεφτών και ας αφήσουν κάποιοι τις υπεκφυγές περί προσωπικών δεδομένων. Υπάρχει όμως και άλλος τρόπος να μάθουνε ποιοι δεν πληρώνουν. Ας δημοσιοποιήσει ο Δήμος αυτούς που πληρώνουν και έτσι θα αποφύγει το «σκόπελο» των προσωπικών δεδομένων. Με κάτι τέτοιες ψευτοδημοκρατικές πρακτικές φτάσαμε ως εδώ που είμαστε. Άντε γιατί την άλλη φορά θα γράψω παρατσούκλια νεροκλεφτών και πάπαλα τα προσωπικά ρεντίκολα της μπουρζουαρίας και του ψευτολούμπεν προλεταριάτου της δεξιάς τσέπης και της αριστερίστικης έκφρασης.   *Μπότης = μικρή πήλινη στάμνα με μικρό στόμιο   Ο-ΝΗΡΙΚΟΣ