ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ

Καληνύχτα…Μαριάνα…

καλόν ύπνο Μότσο...

Του
Πάνου Φέξη

 

Μια φορά και έναν καιρό εκεί έξω από το κάστρο της Αγίας Μαύρας δίπλα στην γέφυρα, εκεί που σήμερα είναι ένα πεύκο, υπήρχε μια μικρή ψαράδικη παράγκα που είχε το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα στο νησί. Την έλεγαν η «Παράγκα της Μαριάννας».

Κάπως έτσι θα ξεκινούν πλέον οι συζητήσεις τα επόμενα χρόνια, όταν θα μιλάμε με νοσταλγία για αυτό που έσβησε από την εικόνα του κάστρου της Αγίας Μαύρας πριν λίγες ημέρες.

Και το παραμύθι συνεχίζει ….

Η παράγκα της Μαριάνας, λοιπόν, έστεκε εκεί στην άκρη της θάλασσας. Ήταν φτιαγμένη από ξύλα και τσίγκους όπως ακριβώς ήταν χτισμένα και τα παλιά σπίτια των ψαράδων στους δυο μόλους καθώς και στις φτωχογειτονιές της πόλης .
Στην αρχή σε αυτήν την παράγκα η Μαριάνα ζούσε μαζί τον άντρας της τον μπάρμπα Ναπολέων και τα πολλά παιδιά τους. Ο μπάρμπα Ναπολέων ήταν μεγάλος μάστορας την εποχή εκείνη. Αυτός έφτιαχνε όλα τα πριάρια των ψαράδων, μικρά και μεγάλα και για αυτό τον λόγο ένα μεγάλο μέρος έξω από την παράγκα το είχε σκεπάσει με τσίγκους και το χρησιμοποιούσε σαν ξυλουργείο για τη δουλειά του .
Η παράγκα ήταν όλη κι όλη δυο δωμάτια με τσιμεντένιο πάτωμα που ήταν ένα με την γη και δυο μέτρα ύψος. Σήκωνες το χέρι σου και ακουμπούσες το ταβάνι. Το ένα δωμάτιο ήταν για να κοιμάται όλη η οικογένεια και το άλλο δωμάτιο, που ήταν και η κεντρική πόρτα της παράγκας ήταν η τραπεζαρία του σπιτιού εκεί έτρωγε και μαζευόταν η οικογένεια κάθε μέρα … Ήταν όμως και καφενείο και τηλεφωνείο και πολλές φορές τις άσχημες μέρες και βραδιές του χειμώνα φιλοξενούσε ανθρώπους που η κακοκαιρία τους ανάγκαζε να είναι μακριά από τα σπίτια τους .
Ένα ποτήρι νερό εκείνη την εποχή ήταν κάτι πολύτιμο για την οικογένεια… Το νερό το μετέφεραν με μπότιδες αυτή και τα παιδιά της μέσα από το φρούριο που ήταν το πηγάδι της Αγίας Μαύρας. Μισή ώρα δρόμο χρειαζόταν να κάνει κανείς για έναν μπότη νερό και αυτή ήταν πάντα πρόθυμη να σε φιλέψει ένα ποτήρι, όταν της το ζητούσες .
Η Μαριάνα ήξερε τους πάντες όπως και οι πάντες ήξεραν την Μαριάνα. Από εκεί πέρασαν γενιές και γενιές φτωχοί και πλούσιοι …

Πανταζής ο γανωμένος..Από τους καλύτερους θαμώνες
Πανταζής ο γανωμένος..Από τους καλύτερους θαμώνες

Λευκαδίτες και Ξηρομερίτες, βαρκάρηδες, ψαράδες, κυνηγοί, ταξιδιώτες που περίμεναν να περάσουν απέναντι… Αγρότες από την Περατιά και την Πλαγιά, που μετέφεραν στην πόλη τα προϊόντα τους , εργάτες που δούλευαν στο καρνάγιο, οδηγοί φορτηγατζήδες ταξιτζήδες… Όλοι από εκεί περνούσαν… Για όλα τα καλά και κακά νέα στο νησί εκεί ρωτούσες… Αν ήθελες να μάθεις ποιος έφυγε από το νησί και ποιος ήρθε ήταν το καλύτερο σημείο για να το πληροφορηθείς… Εκεί ήταν και το τηλεφωνείο του νησιού που εξυπηρετούσε και το λιμεναρχείο…
Μέχρι και ο Ωνάσης έπαιρνε τηλέφωνο την Μαριάνα για να ειδοποιήσει την Βέρα να ρίξει το συρματόσκοινο του Περάματος για να περάσει να βγει στο Ιόνιο .

Όταν έγινε η γέφυρα και σταμάτησε το Πέραμα η παράγκα μέχρι τον Αύγουστο του 2016 υπήρχε εκεί… Ώσπου ένα πρωί Σαββάτου την γκρέμισαν… Δεν χρειάστηκε πολύ ώρα η τσάπα να την γκρεμίσει… Σε δέκα λεπτά είχε χαθεί η μικρή αυλή πλάι στην θάλασσα που την σκέπαζε μια κληματαριά για ίσκιο και ένα τσιμεντένιο δάπεδο ασπρισμένο με ασβέστη που φιλοξενούσε λίγα τραπεζάκια και καρέκλες που μπορούσες να απολαύσεις έναν καφέ φτιαγμένο από τα χέρια της Γεωργίας που κάθε λίγο πότιζε τις λίγες ασπρισμένες γλάστρες που ήταν γεμάτες με μέντες, κόκκινα γεράνια, βασιλικούς αρμπαρόριζα και μια ροζ τριανταφυλλιά…
Εκεί έβλεπες τον ήλιο να κάνει τα σουλάτσα πάνω κάτω στο ορίζοντα από τον Αη Γιάννη μέχρι την Γύρα και ανάποδα…
Εκεί έβλεπες όλες τις εποχές να παίρνουν από τα χρώματα που χάριζε ο ήλιος στα σύννεφα και στο νερό της λιμνοθάλασσας…

unnamed (7)

Κάθε απόγευμα χειμώνα καλοκαίρι είχε ένα από τα ομορφότερα ηλιοβασιλέματα του νησιού…
Όλες τις ήμερες του χρόνου ήταν διαφορετικές και όλες όμορφες…
Έβλεπες την αλλαγή του καιρού που κάποιες στιγμές έμοιαζε λες και κοιτούσες σινεμά… Πανέμορφες αστραπές να σκίζουν τον μαύρο ουρανό του Αη Γιάννη και βροντές δυνατές λες και ο αέρας του πελάγους καθώς έτρεχε χτυπούσε τεράστια τύμπανα που προμήνυαν καταιγίδα… Αυτός ο αέρας χτυπούσε με μανία τους ευκαλύπτους απέναντι στο δασάκι που έμοιαζαν λες και χόρευαν μαγεμένοι με τις δυνατές μελωδίες που έβγαζαν τα εκατοντάδες σπουργίτια που έφταναν μαζί με πολλές ασπρόμαυρες καρακάξες από την γύρω περιοχή για να κουρνιάσουν . Και μέσα στην παράγκα η Γεωργία να βλέπει κάθε απόγευμα την αγαπημένη της τουρκική σειρά μαζί με τον Νιόνιο βάζοντας τσίπουρο στον ποιητή από την Περατιά ακούγοντας τον να απαγγέλει τα αυτοσχέδια ποιήματα του για τους άρχοντες του τόπου.. Να ακούει τα μουρμουρητά του Μουρμούρα πίνοντας τον καφέ του πάντα σε γυάλινο ποτήρι και να προβλέπει τον καιρό.. Το γέλιο του αισιόδοξου και πάντα γανωμένου Πανταζή, την μουρμούρα της γυναίκας του της Άννας τα παράπονα του Γιάννη για την κακή χρονιά στον κόπο του και τον Μότσο να κοιμάται στην καρέκλα ……καληνύχτα ..κυρά Μαριάνα

καλόν ύπνο Μότσο...
καλόν ύπνο Μότσο…

Υ.Γ. Σκέπτομαι πάντως ότι η νοσταλγία γεννιέται όταν χάνεται κάτι από τα μάτια μας τότε αναγκάζουμε την φαντασία μας να ανακτήσει την εικόνα του και βλέπουμε τι χάθηκε…

fexisOritzinale