ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ

Η συγκλονιστική και άγνωστη ιστορία ενός στολιδιού (1.320 τ.μ.)

του Ελευθέριου Γ. Σκιαδά Η αποκαλούμενη «Κατάληψη Λέλα Καραγιάννη» δεν έχει σχέση με την αγωνίστρια της Αντίστασης, αλλά με μία άλλη σπουδαία Ελληνίδα, τη Μαρία Μεταξάτου, που κληροδότησε την περιουσία της για κοινωφελή σκοπό. Απλώς το ακίνητο βρίσκεται στην οδό Λέλας Καραγιάννη, όπως μετονομάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1987 η οδός Λήμνου, προς τιμήν της ηρωίδας, και επειδή λίγο παρακάτω βρίσκεται το δικό της ακίνητο, που ανήκει στον Δήμο Αθηναίων. Η αλήθεια για την «Κατάληψη Λέλα Καραγιάννη» κρύβεται σε μια συμβολαιογραφική πράξη που συντάχθηκε το 1958 από τον συμβολαιογράφο Κωνσταντίνο Κωνστανταράκη. Με την πράξη αυτή η Κεφαλλονίτισσα Μαρία Μεταξάτου, η οποία έφυγε από τη ζωή στις 23 Δεκεμβρίουτου 1960, άφηνε όλη την περιουσία της, κινητή και ακίνητη, για να στεγάζονται φοιτήτριες που κατάγονταν από την Κεφαλλονιά και τα υπόλοιπα Επτάνησα, αλλά και ομογενείς από την Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε μόνο σε κάθε δωμάτιο να αναρτηθεί «εντός πλαισίων το: “ελπίζω ότι οι ευεργετηθέντες άλλους θα ευεργετήσουν δωρεάν”»!       Ως εκτελεστές -διαχειριστές εξ αδιαιρέτου- ορίστηκαν το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και η Σχολή Καλών Τεχνών. Το παλαιό τετραώροφο ακίνητο, συνολικής επιφάνειας 1.320 τετραγωνικών μέτρων, είναι χτισμένο σε οικόπεδο 774 τετραγωνικών μέτρων, αλλά δεν ήταν το μόνο περιουσιακό στοιχείο που άφησε η Μαρία Μεταξάτου. Για να υποστηρίξει το κληροδότημά της, άφησε ακόμη μετρητά από δύο ακίνητα που είχε στην Κωνσταντινούπολη και πουλήθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό, καθώς και κοσμήματα αμύθητης αξίας σε θυρίδα της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος. Επίσης έπιπλα, δύο πιάνα, πίνακες ζωγραφικής, περσικά χαλιά και διάφορα σκεύη και αντικείμενα από ελεφαντόδοντο, χρυσάφι, ασήμι και χαλκό. Ολη η κινητή περιουσία της έχει εξαφανιστεί και αγνοείται η τύχη της!       Βέβαια το κληροδότημα είχε τον όρο του αναπαλλοτρίωτου. Το 1968 παρουσιάστηκε πρόταση κανονισμού για την οργάνωση και λειτουργία της Εστίας, αλλά προβάλλονται προβληματισμοί σχετικά με τη βιωσιμότητα του κτιρίου, παρά το γεγονός ότι έγκριτοι τεχνικοί διαβεβαίωναν ότι λόγω των υλικών που είχαν χρησιμοποιηθεί ήταν σε άριστη κατάσταση. Το 1970 το κληροδότημα έγινε Ιδρυμα και από τότε δεν εκδηλώθηκε προσπάθεια από τους δικαιούχους για την εκπλήρωση των σκοπών της διαθέτιδας. Βλέποντας την αδράνεια, ενεργοποιήθηκε ο Σπουδαστικός Σύλλογος Κεφαλλονιάς και Ιθάκης «Μαρίνος Αντύπας», με στόχο να εκπληρωθεί ο σκοπός του κληροδοτήματος. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 επιφανείς προσωπικότητες και ανάμεσά τους ο πολιτικός μηχανικός Διονύσης Κουγιανός και ο αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και αργότερα δήμαρχος Αθηναίων Αντώνης Τρίτσης διαβεβαίωναν ότι το κτίριο μπορούσε άνετα να χρησιμοποιηθεί λόγω της καλής κατασκευής του. Χρειάζονταν μόλις 1.500.000 δραχμές για να ανακαινιστεί, ενώ μέσω της πανίσχυρης «Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιώς» εξασφαλίζονταν τα κονδύλια που απαιτούνταν για τη λειτουργία του. Αντίθετα, το Πανεπιστήμιο Αθηνών προσέφυγε στα δικαστήρια για να επιτύχει την αλλαγή του σκοπού της διαθέτιδας.       Εν τω μεταξύ η περιουσία έκανε φτερά και το κτίριο αφέθηκε στην τύχη του. Επειτα από ενέργειες του Συλλόγου «Μαρίνος Αντύπας» και απόφαση που εξέδωσε ο τότε υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών Δημήτριος Νιάνιας, το κτίριο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο και συγκεκριμένα «έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία, γιατί πρόκειται για ένα αξιόλογο δείγμα αρχιτεκτονικής της εποχής του μεσοπολέμου με σημαντικό μορφολογικό ενδιαφέρον και αποτελεί σύνολο με τα γειτονικά παλαιά κτίρια», όπως αναφέρει το υπ’ αριθμ. 275 ΦΕΚΒ του 1980. Αντί προστασίας, οκτώ χρόνια αργότερα, το 1988 το καταλαμβάνουν οι αποκαλούμενοι «αντιεξουσιαστές».