ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η θεατρική παράσταση «Μαρία Πολυδούρη» στο Φουαγιέ του Πνευματικού Κέντρου

Την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου και ώρα 9:00 μμ, στο Φουαγιέ του Πνευματικού Κέντρου θα δοθεί η θεατρική παράσταση «ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ»:

της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού,

 «ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ»

Δεν πρόκειται απλώς για μια θεατρική μετάπλαση της ζωής και της εποχής της Μαρίας Πολυδούρη, για την τραγική περιπέτεια του ανολοκλήρωτου έρωτα δύο μεγάλων ποιητών του μεσοπολέμου, της Μαρίας Πολυδούρη (1902-1930) και του Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928). Δεν πρόκειται επίσης για μια μεταποιημένη, ελεύθερη σύλληψη, που προσφέρει το υλικό της ολιγόχρονης συνοδοιπορίας τους στη ζωή και στην ποίηση.

Ανήκουν και οι δύο στην ιστορία, μετέχουν και μορφοποιούν την ιστορία, και πλήττονται απ’αυτήν. Ζουν την εποχή τους και κρίνουν αμείλικτα  την κοινωνία τους, εκτοξεύουν τη σκέψη τους στην αναπηρία και την ανεπάρκεια αυτής της κοινωνίας να συνομιλήσει με το ποιητικό τους όραμα για τον κόσμο. Σπαράγματα του λόγου τους-ποιητικού και εξομολογητικού- και της πράξης τους, μελαγχολικά αγωνιστικής και απελπισμένα ηρωικής, μέσα στην παρακμιακή ατμόσφαιρα των decadents, αναφαίνουν την αξιοπρέπεια και την τιμιότητα του αγωνιστή ποιητή, που επωμίζεται για λογαριασμό όλων το βάρος της ιστορίας. Γιατί η ποίηση είναι ο άνθρωπος στρατευμένος στην αλήθεια.

Στο έργο «ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ» ακριβώς την ουσία και το περιεχόμενο αυτής της αλήθειας θέλησα να διασώσω. Δεν ήταν μέσα στις προθέσεις μου να δημιουργήσω μιαν άλλη, ευρηματική ίσως, πλασματική «ιστορία» με αφορμή μόνο τη δική τους. Έδωσα ρόλο πρωταγωνιστή στη Μαρία αυτή τη φορά. Και τον άξιζε, τον δικαιούνταν η απίστευτη δύναμή της να ενθουσιάζεται και να υποφέρει. Ν’αγαπά και να απορρίπτει. Να ψηλώνει την αλήθεια της μέχρι ν’ακουστεί. Και να ταπεινώνει το ψέμα μέχρι να το αφανίσει. Να είναι ώριμη μέσα στη μοναδική παιδικότητά της. Να είναι επαναστατημένη κι αγωνιστική και μέσα στην επίθεση της αρρώστιας της. Να είναι παράφορα δοτική και παράφορα συγκρατημένη. Να πορεύεται τολμηρά προς τη ζωή και να κυριεύεται άθελά της απ’το θάνατοθύμα πικρών καταστάσεων και αντίξοων διαπλοκών τους.

Αυτούς τους εσωτερικούς κραδασμούς της σκέψης και της ψυχής της, τις ψυχικές και συναισθηματικές της μεταπτώσεις ήθελα προπάντων να χαρτογραφήσω, στα σημεία που τέμνονται με πρόσωπα και καταστάσεις της ζωής της, της μοίρας της. Έτσι, μια σπαρακτική γεωγραφία ψυχικών «γεγονότων», που συναντώνται με γεγονότα-σταθμούς της ζωής της (κι αυτά με γεγονότα της ιστορίας)-αυτό είναι τελικά το έργο «ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ».

Ένα πυκνό ελεγείο, γραμμένο με την αυθεντική φωνή της ηρωίδας, με θραύσματα από δικά της κείμενα και αισθαντικές εξομολογήσεις σ’επιστολές και στα ημερολόγιά της, καθώς η ίδια ήξερε να πράττει την ομορφιά, να μεταμορφώνει την ποίηση σε ηθική, υπερβαίνοντας με τόλμη ό,τι η εποχή της ήταν ανάπηρη να δεχτεί και να κατανοήσει. Γι’αυτό η Μαρία Πολυδούρη έμεινε ακίνητη μέσα στο κάδρο της αδούλωτης εφηβείας της. Κι ήταν αυτό το διαρκέστερο και γνησιότερο ποίημά της.

Πιστεύω πως το έργο αυτό -με την εμπνευσμένη κι έντιμη σκηνοθετική δουλειά του Γιάννη Νικολαΐδη, τη μοναδική ερμηνεία της Φωτεινής Φιλοσόφου και την αυστηρή, δωρική ερμηνεία του Νίκου Γιάννακα, καθώς και με τη συμβολή των άλλων σημαντικών συντελεστών της παράστασης -, θα δώσει το ήθος και την ουσία της υπέρτατης τιμιότητας που εκπροσωπούν οι πρωταγωνιστές του.

Βιβή Κοψιδά-Βρεττού

 

Μαρία Πολυδούρη – Ἀνεπίδοτη ἐπιστολὴ

Ἀγαπητοὶ φίλοι!

Ἴσως τὸ γράμμα αὐτὸ νὰ μὴν διαβαστεῖ ποτέ, ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ στ᾿ ἀλήθεια δὲ μὲ νοιάζει. Ἴσως μέχρι νὰ φτάσει στὰ χέρια σας νἄχω πειὰ ὁλότελα ξεχαστῆ ἀπ᾿ ὅλους. Ἀλλά, οὔτε δὰ κι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο μὲ νοιάζει. Ἐξάλλου, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ νὰ σᾶς πῶ, θέλω μόνο νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι κάποτε ὑπῆρξα. Κάποτε ὑπῆρξα κι᾿ ἤμουν καὶ ζωὴ καὶ θάνατος μαζί. Καὶ ζωὴ καὶ Χάρος ἤμουν!

Ἔζησα, τὁμολογῶ, μιὰ ζωὴ δηλητηριασμένη, γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ ἀποφάσισα νὰ τὴν ἐγκαταλείψω. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους ἤτανε ζωή, γιὰ μένα θάνατος ἦταν. Γεννιόμουνα καὶ πέθαινα κάθε μέρα, ὥρα καὶ στιγμή. Ζοῦσα μὲ τὸ θάνατο, ζοῦσα γιὰ νὰ πεθάνω, μὰ τουλάχιστον δὲ ζοῦσα νεκρὴ ὅπως οἱ γύρω μου, τὰ μικρὰ ἀστεῖα ἀνθρωπάκια ποὺ λέγαν πὼς μ᾿ ἀγάπησαν, κι᾿ ἂς μὴν μπόρεσαν ποτέ, κι᾿ ἂς μὴν τόλμησαν ποτὲ νὰ διαβάσουν τὴν ψυχὴ ποὔκρυβε περίσσιο φῶς καὶ σκοτάδι μέσα της. Κατὰ βάθος μὲ φοβόντουσαν καὶ δὲν ἀργοῦσαν νὰ τραποῦν εἰς ἄτακτον φυγήν. Δὲν ἄντεχαν νὰ μὲ κοιτοῦν κατάμματα, μὴν τύχει καὶ τοὺς κλέψω τὴν ψυχή τους(…)

Remaining Time-0:00

Fullscreen

Mute

 Πολλοὶ λέγαν ὅτι ζοῦσα μεσ᾿ στὸ κεφάλι μου. Κάτι ἔπρεπε νὰ ποῦν κι᾿ αὐτοί… Πῶς ἄλλως θὰ μὲ κατέτασσαν σὲ συγκεκριμένη κατηγορία ἀνθρώπων; Ἄνθρωποι, ἀνθρωπάκια! Ἡ ζωὴ ἕνα τεράστιο ψέμα ποὺ ἄλλοι τὸ ἀγαπᾶνε κι᾿ ἄλλοι – οἱ λίγοι – προσπαθοῦν νὰ τὸ κάνουν ἀληθινὴ ζωή. Ἐσεῖς, ἀγαπητοὶ ἄγνωστοί μου φίλοι, πῶς ζεῖτε; Ζεῖτε; Μιὰ φάρσα, αὐτὸ ἦταν ἡ δικιά μου ζωή. Κανεὶς δὲν τὴν κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ἔζησα στὸ περίπου, καὶ σκηνοθέτησα τὸ θάνατό μου. Κι᾿ ὅμως ἀγαποῦσα τὴ ζωή, ἀλλὰ πάντα αὐτὴ μοὔπαιρνε ὅ,τι ἄλλο ἀγαποῦσα(…) Ἤμουνα σὰν παράσιτο, σὰν μαῦρο ξωτικὸ ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο κι᾿ ἀντὶ νὰ ταξιδέψει στὸν ὀνειροκόσμο του, ξέπεσε σὲ τούτη δῶ τὴ γῆ. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος μὲ ρώτησε κρυφὰ ἂν εἶμαι χήρα σὰν φοροῦσα μαῦρα βαρειά. Ἐγέλασα. Ἀλήθεια ἦταν! ἂν μάντεψε τὴν ψυχή μου, καλὰ τὴν ὠνόμασε χήρα…

(…)Ἔζησα ἀνάμεσα σὲ μιὰ γενειὰ ἡττημένη. Κάποιοι ἀπό μας κάναν τὸν πόνο στίχο, τὴν ὀργὴ τραγούδι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τόλμησε… – οὔτ᾿ ἀπὸ μᾶς οὔτ᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους – δὲν τόλμησε νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τὸ χαραγμένο μονοπάτι, δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια σκεφτότανε, δὲν τόλμησε νὰ κάνει ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια ἤθελε νὰ κάνει. Οἱ περισσότεροι ἦταν – εἴμασταν – δειλοὶ ποὺ ᾿ψαχναν ἁπλὰ ναύρουν τὴν αὐτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποὶ κι᾿ ἀνάπηροι. Ὀλίγοι γέροι μὲ κακόβουλο ὕφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι καὶ ὑπερφίαλοι… Ἀπόκληροι της ἀντίληψης… Κι᾿ ὅμως ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Κ., ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μὲ καταλάβει, ἀλλὰ οὔτε καὶ κεῖνος τόλμησε(…)Τὄχε ἡ ἐποχή, κανεὶς δὲν ἦταν ὁ ἑαυτός του! Γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ καὶ ἔζησα τόσο μόνη, κι᾿ ἂς εἶχα πάντοτε κάποιους νὰ μὲ συντροφεύουν, ἀδέλφια μου σένα πόνο ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ συλλάβουν. Ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ μέ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τους ἦταν μιὰ θυσία ποὺ ποτὲ δὲν δέχτηκα μὲ εὐμένεια κι᾿ οἱ ἀνησυχίες τους χειροπέδες γιὰ μένα. “Πόσο εἶνε ἀστεία ἡ ζωὴ μὰ καὶ πόσο ἀστειότεροι εἴμαστε μεῖς ποὺ τὴν ἀνεχόμαστε τέτοια”, ἔγραψα, θυμᾶμαι, κάποτε στὸ ἡμερολόγιό μου…

Μά, ἀπὸ τότε ἔχουν πειὰ περάσει χρόνια. Πόσα, δὲν ξεύρω, ἀφοῦ ὁ χρόνος δὲν ἔχει πειὰ γιὰ μὲ καμμία σημασία. Τώρα, εἶμαι κάπου ἀλλοῦ καὶ ζῶ – ἂν τούτη δῶ ἡ κατάσταση θεωρεῖται ζωὴ – μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τὰ τετράδια τοῦ μυαλοῦ καὶ κυττάζω πίσω. Ὅλα ζητάω τὰ χαμένα, τὶς μικρὲς στιγμές, τὸν ἀγαπημένο… Γυρνῶ τὸ βλέμμα καὶ τὸν κυττάζω πάντα στὸ δρόμο ποὺ ἀφήσαμε. Εἶνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες καὶ φρίκη… εἶνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι᾿ ὅμως – θεὲ συγχώρεσέ με – θὰ τὸν ἔπερνα μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη δάκρυα καὶ μεταμέλεια… Μὲ τὴν καρδιὰ δεμένη μὲ τὰ σίδερα τῆς ἁμαρτίας θὰ ξεκινοῦσα νὰ σ᾿ εὕρω μοναδικὴ κι᾿ ἀξέχαστή μου ἀγάπη… Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο, μόνο νὰ φτάσω, νὰ σταθῶ κοντά σου τόσο ποὺ φτάνει γιὰ νὰ ἰδῶ… νὰ ἰδῶ τὸ πρῶτο βλέμμα σου ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ᾿ριχνες σὰν ἔφτανα(… )Εἶνε τόσο μεγάλος ὁ καϋμὸς καὶ εἴμεθα τόσο μικροὶ ἕνας-ἕνας ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀποτελοῦμεν…

Τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως νἀκούγονται σὰν παραλήρημα ἑνὸς ἑτοιμοθανάτου, μά, ἀλοί, δὲν μπορῶ νὰ πεθάνω ἀφοῦ εἶμαι ἀπὸ χρόνια πειὰ νεκρή. Ὅσο ζοῦσα, ὅσο ἔζησα, ἤμουνα παιδί. Ἤμουνα ἕνα παιδὶ ἄμυαλο, μπορῶ νὰ τὸ παραδέχωμαι ἀλλὰ καὶ ποιὸ παιδὶ δὲν εἶνε ἄμυαλο; Ἕνα παιδὶ εἶμαι ἀκόμη… Ἕνα παιδὶ ποὺ γράφει σὲ σᾶς, τοὺς ἄγνωστούς του φίλους, γιὰ νὰ τοὺς πεῖ: νὰ μείνετε πάντα παιδιά(…)

Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν ἔγραψε σὲ μένα, ὅπως λέει κι᾿ ἡ καλή μου φίλη.

Μὲ ἀγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη