ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΣΟΥΜΑΧΕΡ…

«Ρίχτε πλωριό κάβο, φερμάρετε το σπριγκ και μετά βάλτε κουτούκι πρυμιό. Άντε γρήγορα, πριν έρθει ο έμπος και μας πνίξει. Ρίξτε κι άλλες στρωμάτσες, τις μισές χαμηλά και τις άλλες ψηλότερα». Ήταν αγριεμένος ο καπετάνιος έξω από τη γέφυρα, κρεμασμένος πάνω στη βαρδιόλα. Προσπαθούσε να ρεμετζάρει μέσα στη νύχτα με τον καιρό φρέσκο και το καΐκι να ανεβοκατεβαίνει από τον κυματισμό. Παγωμένες ψιχάλες, κάτι μεταξύ νερού και πάγου, με χτύπησαν στο πρόσωπο όταν μου φώναξε: «Έμπα μέσα, μωρέ άνθρωπε, δεν προλαβαίνεις να φύγεις», φώναξε και σε μένα. Χωρίς δισταγμό άκουσα την προσταγή του και πήδησα στο καΐκι του. Οι μελαμψοί εργάτες με καλωσόρισαν με το «σαλάμ αλέκουμ» και ανταπέδωσα: «Αλέκουμ, σαλάμ». Σε ένα λεπτό ήρθε κάτω ο καπετάνιος και, αφού έκανε ένα γύρω το σκάφος του, μπήκε κι αυτός μέσα, τινάζοντας τη νιτσεράδα του. «Εσύ είσαι και δε σε κατάλαβα», είπε απλώνοντας το ροζιασμένο χέρι του. – Πώς και βρέθηκες τέτοια νύχτα εδώ κάτω μ’ αυτό τον καιρό; – Σε είδα που έμπαινες μέσα και είπα μη χρειαστεί να σου πάρω κάνα σχοινί για να δέσεις. – Χασάν, βάλε δυο κονιάκ να πιούμε με το φίλο μου, γιατί παγώσαμε, είπε απευθυνόμενος στο νεαρότερο του πληρώματος. – Πώς πήγαν οι καλάδες; – Άστα να πάνε… Σήμερα ξεκινήσαμε το πρωί με θάλασσα μέτρια, του γαρμπή και ανοιχτήκαμε πολύ από τις στεριές. Καλάραμε την πρώτη καλάδα στις 150 οργιές και μέχρι το μεσημέρι που ανεβάσαμε την πρώτη τράτα, ήμασταν 200 οργιές και βάλε. Μήτε ένα ψάρι δεν πήραμε, γιατί μάλλον κάποια λαμαρίνα στο βυθό, πιθανόν κειμήλιο από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έσκισε όλη την τράτα και επειδή ήμασταν βαθιά, δεν το πήραμε χαμπάρι. Μετά, βάλαμε την εφεδρική, αλλά γύρισε ο καιρός μαϊστρο-τρεμουντάνα και σήκωσε πολύ χοντρή θάλασσα. Είδαμε και πάθαμε το σούρουπο να την πάρουμε επάνω. Όλο μανούβρες κάναμε, μη τυχόν και μπλέξει το δίχτυ στην προπέλα… Οπότε, καταλαβαίνεις με τέτοιο καιρό τι θα συνέβαινε. Τα Χασανάκια, όμως, είναι καλοί θαλασσινοί και τους έχω χρόνια πλήρωμα στο σκάφος. Αυτά, όμως, δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτό που περνάω όταν έρθει η ώρα να μπουκάρω μέσα και έχει τέτοιο παλιόκαιρο. – Τι πρόβλημα έχεις εσύ, που είσαι σαράντα χρόνια μέσα στις μηχανότρατες; – Κοίτα να δεις: Άλλη δουλειά του καπετάνιου και άλλη του Σουμάχερ. Εγώ, όπως και οι άλλοι καπεταναίοι, κάνουμε και τις δυο δουλειές όταν είναι να μπούμε στο δίαυλο από τη βορινή μπούκα. Έχει μεγαλώσει τόσο πολύ η αμμόγλωσσα, που για να μπουκάρουν τα καΐκια όταν έχει παλιόκαιρο, κάνουμε «ανάποδο τιμόνι». Διαφορετικά, θα πέσουμε στα βράχια, απέναντι στου Αυγερινού, εκεί στην Πλάκα. Θαλασσινός είσαι κι εσύ και καταλαβαίνεις, λίγο να σε πάρει το ρέμα, λίγο το αντιμάμαλο απ’ το κύμα, το ’σπασες το καΐκι. – Έχω γράψει παλιότερα για την αμμόγλωσσα… – Ναι, το είχα διαβάσει, αλλά έλεγες για τα κότερα πως δεν μπορούν να έρθουν στη Λευκάδα, ενώ τώρα, ούτε εμείς οι ντόπιοι δεν τα καταφέρνουμε. Κάποια καΐκια ξένα ούτε που το σκέφτονται να πιάσουν εδώ και ειδικά τη νύχτα. Άμα θέλεις, έλα μαζί μας μια μέρα με καιρό. Θα σε φιλέψουμε μπουρδέτο με καπόνια και κοκκινοσκορπιούς και θα καταλάβεις καλύτερα από μόνος σου τον πόνο μας. Σε παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη και ξαναγράψτο, μήπως και καταλάβουν οι υπεύθυνοι. Σήκωσε το ρακοπότηρό του, τσούγκρισε με το δικό μου και βγήκε έξω, μιας και η μπόρα είχε περάσει. Είχαν δουλειά ακόμη, στη διαλογή. Εδώ τα πρώτα, εκεί τα δεύτερα με τα άγρια, παραπέρα τα καθαρά.   Υ.Γ. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, μετά το Πάσχα υπάρχει πρόθεση να μεταφερθεί ένα τμήμα της αμμόγλωσσας στον Αη-Γιάννη. Αμήν!!!   Θ. ΑΓΓΕΛΗΣ