ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Κάποτε, κάποιος υπερήλικας μας είπε ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και δεν το πολυκατάλαβα.


Ίσως η νιότη να μη με άφηνε να δω αυτό που αυτός έβλεπε… Τα χρόνια όμως περνούσαν τα άτιμα, σαν άτια μέσα σε πολύχρωμα λιβάδια, χωρίς ποτέ κάποιο να σταματήσει και να με ρωτήσει αν θα ήθελα να πάω μαζί τους. Μεγάλωσα, πλέον, κι άρχισα να ελπίζω σε οράματα, σε ιδέες και σε όνειρα πως ίσως κάποτε καταφέρω να ζήσω. Κάθε τέσσερα χρόνια, οι ελπίδες μου ξυπνούσαν μέσα από το λήθαργο της νάρκης που ταγοί επέβαλαν, με κλοπή της συγκατάθεσής μου να είναι αυτοί οι εκλεκτοί οδηγοί των ελπίδων μου. Πέρασαν πολλές τετραετίες, ελπίζοντας κάθε φορά ότι το καράβι φορτωμένο με τα όνειρά μου θ’ ανοίξει πανιά και θα εγκαταλείψει το βρώμικο λιμάνι. Μάταια όμως περίμενα μέχρι σήμερα, παρότι άλλαξε πολλούς καπεταναίους… Δε γίνεται, μου έλεγαν… Με τι πλήρωμα να ανοιχτώ στο πέλαγος; Το καράβι δε θα αντέξει, είναι σαρακοφαγωμένο. Οι προηγούμενοι καπεταναίοι φταίνε που δεν έκαναν τίποτα. Κοίτα, η άγκυρα βράχιασε, κοράλιασε στο βυθό. Ακόμη κι αυτά τα πανιά μούχλιασαν, σάπισαν από την αδιαφορία μας. Τότε φόρτωνα στην πλάτη μου τις ελπίδες και έπαιρνα το δρόμο του Κάστρου μοναχός. Έσερνα τα πόδια μου ανάμεσα σε δύο θάλασσες, κάτι σαν του Μωυσή το δρόμο. Ελπίζοντας ότι εκεί που χτυπά το κύμα στο βράχο του Βαλαωρίτη να ξανακερδίσω τη δύναμη που με εγκατέλειπε και να συνεχίσω να μεταφέρω τις ελπίδες για άλλα τέσσερα χρόνια. Αγνάντευα το νησί του Σικελιανού να σβήνει κι αυτό χαμένο μες το πέλαγος του παραλογισμού και της ανευθυνότητας. Πολλές φορές σκέφτηκα να γίνω λιποτάκτης των ονείρων μου και να φύγω επίστρατος για κάπου αλλού, σ’ ένα ξένο τόπο. Δεν τα κατάφερα, ίσως γιατί η φυγομαχία είναι όπλο των δειλών και των απάτριδων. Στο δρόμο της επιστροφής έβλεπα κι άλλους τρελούς φορτωμένους ελπίδες, χαμένοι μέσα στο σούρουπο να με κοιτούν, να κουνάνε μόνο το κεφάλι, άλαλοι, σκιές στα νερά της νεκρής λιμνοθάλασσας διαβάτες. Άφηνα πίσω μου το φρούριο, μνημείο κατακτητών και μάταια προσπαθούσα να δω κάτι αξιόλογο των ελευθέρων. Μόνο το σαπιοκάραβο ακίνητο στην ίδια θέση με περίμενε να εναποθέσω το φορτίο με τις ελπίδες. Αγώγι παράξενο με καραγωγέα τον ίδιο, νυχτόγλαρος στις μηχανότρατες των εργατών του Νείλου. Κάποιοι νεαροί εκεί στο πάρκο, έπαιζαν με αφέλεια, μη γνωρίζοντας ότι είναι και αυτοί οφειλέτες σε ένα τόπο που ποτέ δεν πήραν κάτι και ίσως δεν πάρουν απ’ αυτό που ήλπιζαν να κληρονομήσουν. Σ’ ένα μπαλκόνι φώτα γιορτινά αναβοσβήνουν χωρίς κανείς να τα προσέχει, άλλη μια ψευδαίσθηση ελπίδας που φέρνει απελπισία γιατί γνωρίζεις, έμαθες, μεγάλωσες και δεν ξεγελιέσαι. Μα πόσο απόμακρα μου φαίνονται όλα και ταυτόχρονα κοντινά! Λέτε η απελπισία να γέννησε καινούρια ελπίδα; Και αν είναι έτσι, τι θα την κάνω; Πού θα την πάω; Ίσως όμως να είναι η τελευταία ελπίδα που θα αναθαρρέψει  όλες τις άλλες. Κάποιες φωνές από το παρελθόν φωνάζουν μέσα μου: – Είναι ψεύτικη κι αυτή θα σε προδώσει, μην την ακούς, μάγισσα, πλανεύτρα. – Μα, έμαθα πως το καράβι το ανέλαβε καινούργιος καπετάνιος, που έχει διάθεση να το ταξιδέψει. Πήρε πλήρωμα μεγάλο, με πολλές γνώσεις. – Δεν έχουν ούτε καν πυξίδα και ο ουρανός έχασε τ’ αστέρια του, αντάρα κι ομίχλη θα ‘ναι η συντροφιά του. Μήτε θαλασσοπούλια δεν πετούν για να του δείχνουν ρότα. Άσε που το σαράκι δε σταματά να τρώει τα σωθικά του… Πάρε καλιό τη βάρκα σου, ταξιδευτής μονάχος και γίνε των ελπίδων σου, ελπίδα στα όνειρά σου. – Φωνές πλάνες, ανέμων ουρλιαχτά, νεκροθάφτες των ονείρων μου, δεν σας πιστεύω, η ελπίδα δεν μπορεί να με εγκαταλείψει, μόνο εγώ μπορώ να φύγω από αυτήν… Υ.Γ.: Αφιερωμένο στους καλλικρατικούς άρχοντες της ιδιαίτερης πατρίδας μου, με ελπίδα…